Μεγαλώνοντας συνειδητοποιείς όλο και περισσότερο ότι η ζωή είναι ένα λούνα παρκ. Όσο ήσουν μικρός, σου επέτρεπαν να παίζεις μονάχα με τα παιχνίδια που όριζε η ηλικία σου. Κι ενώ, στην αρχή, κάτι τέτοιο φάνταζε συναρπαστικό, στην πορεία άρχισες να βαριέσαι τις περιορισμένες επιλογές που διέθετες κι αναρωτιόσουν πότε επιτέλους θα μεγάλωνες για να ‘χεις ελεύθερη πρόσβαση παντού.

Όταν η στιγμή εκείνη φτάνει, νιώθεις ότι έχεις τη δύναμη να κάνεις τα πάντα. Τίποτα δε σε φοβίζει. Ξεχύνεσαι με θάρρος μπροστά κι είσαι έτοιμος να τα δοκιμάσεις όλα. Γίνεσαι ανυπόμονος, θέλεις να εξερευνήσεις όσα πιο πολλά παιχνίδια στο μικρότερο δυνατό χρόνο.

Όλα μοιάζουν μαγικά. Τα παιδικά σου όνειρα γίνονται επιτέλους πράξη. Κι ενώ τα πράγματα βαίνουν ομαλώς, ξαφνικά το ταξίδι σου στην παιχνιδούπολη τραντάζεται από απρόσμενα σκαμπανεβάσματα. Κάποια παιχνίδια παραείναι τρομαχτικά και κάποια άλλα αποδείχτηκαν παραπλανητικά.

Η πρώτη κλοτσιά που τρως σε προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα. Εύχεσαι να μη σου ξανασυμβεί ποτέ, έλα όμως που οι επόμενες είναι δυνατότερες. Αρχίζεις να τρέμεις, πνίγεσαι και ψάχνεις απεγνωσμένα μια ήσυχη γωνιά για να κουρνιάσεις. Όχι, δε θέλεις να δοκιμάσεις άλλα παιχνίδια. Φτάνουν όσα είδες. Καιρός για ξεκούραση κι αναθεώρηση των πραγμάτων.

Κάπως έτσι αρχίζουν να σε σφυροκοπούν όλα εκείνα τα ερωτήματα περί αιτιών κι αποτελεσμάτων που, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ταλανίζουν μονάχα εσένα αλλά την πλειοψηφία της ανθρωπότητας. «Γιατί εξαφανίστηκε το πρώην ταίρι; Γιατί ο τάδε δε με θέλει όπως εγώ εκείνον; Γιατί μου φέρονται άσχημα στη δουλειά; Γιατί απέτυχα στην εξεταστική; Γιατί οι φίλοι δε με καταλαβαίνουν;». Ένα διαρκές «γιατί».

Ο χρόνος κυλά κι εσύ βρίσκεσαι ακόμη καθισμένος στη γωνιά σου, τρώγοντας τα νύχια σου και ψάχνοντας επί ματαίω τις απαντήσεις που καίνε. Πού και πού ρίχνεις κλεφτές ματιές στην παιχνιδούπολη κι ανακαλύπτεις, με έκπληξη κάθε φορά, πόσο έχει αλλάξει η ζωή εντός της. Νέα παιχνίδια στήνονται, τόσο εντυπωσιακά που σε κάνουν να αρχίζεις να σκέφτεσαι το ενδεχόμενο εγκατάλειψης του καταφύγιού σου.

Δειλά-δειλά ξεπροβάλλεις και ξεκινάς να περιπλανιέσαι επιφυλακτικά ολόγυρά τους. Κάποια σου θυμίζουν άσχημα περιστατικά του παρελθόντος και σε σπρώχνουν ένα βήμα προτού τρέξεις να ξανακρυφτείς πίσω στη γωνιά σου. Πεισμώνεις, παρ’ όλα αυτά, και δίνεις στον εαυτό σου μία δεύτερη ευκαιρία, γιατί ξέρεις ότι την αξίζει. Γνωρίζεις καλύτερα απ’ όλους πόσο δύσκολα πέρασες κι αποφασίζεις να μην αφήσεις πάλι το χρόνο να κυλήσει ανεκμετάλλευτος.

Πετάς ένα «ας είναι» και προχωράς. Γιατί μερικές φορές ένα «δεν πειράζει, ας είναι» είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι. Προσπαθούμε διαρκώς να εξηγήσουμε αυτά που μας συμβαίνουν, τους λόγους και τις συνέπειες που ακολουθούν, ξεχνώντας ότι έτσι μένουμε στάσιμοι κι εκτός δράσης. Σπαταλάμε το χρόνο μας σκεπτόμενοι τη συμπεριφορά των γύρω μας, χωρίς ν’ αναλογιζόμαστε ότι δεν είμαστε εμείς υπεύθυνοι γι’ αυτή. Η δική μας ευθύνη σταματά εκεί που τελειώνουν τα λόγια κι οι πράξεις μας.

Σκασίλα μας, λοιπόν, για τους πρώην, για τους σκάρτους φίλους και για τα κουτσομπολιά που δίνουν και παίρνουν πίσω απ’ την πλάτη μας. Κρατάμε τα όμορφα για την πάρτη μας και ξαποστέλνουμε τα μίζερα μ’ ένα απλό «ας είναι» -οι αθυρόστομοι μπορούν να το θέσουν και διαφορετικά.

Συνεχίζουμε να προχωράμε, έχοντας πάντοτε στο νου μας ότι ήρθαμε στην παιχνιδούπολη για να παίξουμε, να χαρούμε και να διασκεδάσουμε κι όχι για να περάσουμε το χρόνο μας κρυμμένοι στη σκιά.  Βρίσκουμε πρόσωπα που απολαμβάνουμε πραγματικά τη συντροφιά τους και το αντίστροφο, τα παίρνουμε αγκαζέ, φοράμε το πιο λαμπερό μας χαμόγελο και δε διστάζουμε να μοιράζουμε απλόχερα τα «ας είναι» μας σε καθετί που δεν εμπίπτει στις ευθύνες μας και μας χαλά την ψυχολογία.

 

Συντάκτης: Mαριλένα Χρονοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη