Όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερο νοσταλγείς το πατρικό σου. Με τα χρόνια συνειδητοποιείς πως έχεις εγκαταλείψει πια οριστικά την παιδική σου κατοικία είτε για να δουλέψεις σε άλλη πόλη, είτε για να σπουδάσεις ή ακόμα και για να στήσεις πλέον τη δίκη σου οικογένεια, το δικό σου σπιτικό. Μα κάθε τόσο επιθυμείς να κλέψεις λίγο χρόνο απ’ την τωρινή σου ζωή για να πας να δεις τους δικούς σου ανθρώπους.

Το πατρικό σου ακόμα παραμένει εκείνο το μέρος που δεν έχει δεύτερες σκέψεις και αμφιβολίες, παρά μονάχα ανθρώπους που σ’ αγαπούν και σε φροντίζουν με την ίδια σιγουριά που κουβαλάς κι εσύ για την αγάπη που τους τρέφεις. Είναι σαν φωλιά. Ένα μέρος στο οποίο θα πας να χωθείς όταν θες να ξεσκάσεις, να ηρεμήσεις και να σκεφτείς, χωρίς να ανησυχείς για το πώς θα σε αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι. Εκεί σε μεγάλωσαν, σε ξέρουν, σε λατρεύουν και σε σέβονται, χωρίς να σε κρίνουν. Μα ακόμα κι αν το κάνουν θα είναι πάντα για το καλό σου. Μπορείς απλά να είσαι εσύ και να ξέρεις πως σ’ αγαπούν ακριβώς έτσι.

Είναι γεμάτο αναμνήσεις, κάθε φορά που γυρνάς εκεί αναλογίζεσαι πόσα όνειρα απ’ αυτά που φιλοξένησε το παιδικό σου δωμάτιο, τα βράδια που σκάρωνες σχέδια για τη μετέπειτα ζωή σου, πέτυχαν. Και κάπως έτσι πρέπει να είναι για πάντα το πατρικό ενός παιδιού -καταφύγιο. Γυρίζεις για λίγο, θυμάσαι και τελικά φεύγεις, γιατί πια ξέρεις πως δε θα μπορούσες να ζεις για πάντα εκεί. Έχεις ανοίξει τα φτερά σου και κάνεις επιλογές που σ’ οδηγούν εκεί που θες να πας. Δεν είσαι υποχρεωμένος να πατήσεις πάνω στα χνάρια των γονιών σου. Έχεις άλλες βλέψεις για τη δική σου ζωή. Κι όσο αυτοί στεναχωριούνται που τους φεύγεις, άλλο τόσο χαίρονται που τα καταφέρνεις.

Γυρνώντας εκεί οι αγκαλιές είναι ανοιχτές για να σε υποδεχτούν, η μαμά ετοιμάζει αγαπημένες νοστιμιές και ο μπαμπάς είναι έτοιμος με καφέ και όρεξη για κουβέντα. Με κάθε τρόπο δηλώνουν τη χαρά τους που γύρισες, έστω και για λίγο. Αρχίζουν με την σειρά τους να σου διηγούνται ιστορίες χιλιοειπωμένες για τότε που ακόμα πήγαινες σχολείο. Φροντίζουν να υπογραμμίσουν όλες τις στιγμές που μέσα στον χρόνο τους έκανες περήφανους, μα με γέλια τώρα θα φέρουν στο φως και τις χειρότερες σκανταλιές σου.

Στη γειτονιά παρατηρείς γνώριμα πρόσωπα, αναγνωρίζεις μυρωδιές, παλιά στέκια, ξεθάβεις προσωπικά σου αντικείμενα που οι γονείς φυλούν σαν θησαυρό. Κάποια στιγμή θα ανοίξεις σίγουρα τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες και μόνος ή για όσους έχουν αδέρφια με παρέα, θα θυμηθείτε όλες εκείνες τις σημαντικές αποτυπωμένες σε μυαλά και εικόνες στιγμές της οικογένειας.

Κι όσο γυρίζεις τις σελίδες, συνειδητοποιείς πως ο καθένας κράτησε κάτι διαφορετικό μέσα του. Κάθε μέλος της οικογένειας θα αφηγηθεί την ιστορία από την δίκη του πλευρά, έτσι όπως τη βίωσε και τη θυμάται. Μπορεί τώρα να είστε σκορπισμένοι σε διαφορετικούς τόπους μα αποτελείτε ακόμα οικογένεια.

Όταν μπεις στο παιδικό σου δωμάτιο, θα αντικρίσεις αγαπημένα παιχνίδια και χρώματα. Ακόμα κι αν ο χώρος έχει αλλάξει, εσύ τον κοιτάς όπως τότε, γιατί διατηρεί την ίδια αίσθηση, τα ίδια αγνά συναισθήματα που είχες όταν ανήλικος τότε, άνοιγες αυτή την πόρτα.

Κάποια στιγμή θα σε επισκεφτούν οι συγγενείς σου που με απορία θα κοιτούν πόσο μεγάλωσες και άλλαξες. Μα στα δικά σου μάτια κι αυτοί μεγάλωσαν και στο μυαλό όλων θα τριγυρίζει η γνωστή φράση: «Πώς πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια;».

Όσο μακριά κι αν κυλήσει ο χρόνος, όσο κι αν τρέξει, όταν γυρίζεις στο πατρικό, ακόμα και για μια επίσκεψη λίγων ωρών ή μιας μονάχα νύχτας θα νιώσεις πως εκεί ο χρόνος παγώνει. Όλα είναι όπως τότε και έτσι πρέπει να μοιάζουν. Αγνά, αθώα, οικογενειακά και γαλήνια. Διότι, το κυριότερο πράγμα που αποζητά απ’ τη ζωή του ο άνθρωπος είναι η αποδοχή και η αίσθηση πως κάπου ανήκει. Κι αυτό είναι η αγκαλιά της οικογένειας.

Η πιο ουσιαστική, βαθιά και ανιδιοτελής τελικά αγάπη είναι αυτή που για πάντα ενώνει το γονιό με το παιδί. Δεν έχει τελειωμό, κι η φράση για πάντα δίπλα στη λέξη σ’ αγαπώ δεν ακούγεται υπερβολική όταν εκφράζεσαι απ’ το παιδί στον γονιό κι αντίστροφα, διότι είναι όντως παντοτινή και σφιχτά δεμένη σε άρρηκτα θεμέλια. Ο γονιός το γνωρίζει απ’ τη στιγμή που γεννιέσαι και ‘συ το συνειδητοποιείς μεγαλώνοντας.

Και ναι, όντως δεν είναι όλα τόσο ιδανικά όσα τα νιώθουμε την πρώτη στιγμή που γυρίζουμε και πάλι πίσω στο πατρικό μας. Όλα μοιάζουν σαν σκηνή βγαλμένη από ρομαντική ταινία εποχής. Όλοι φιλιούνται, αγκαλιάζονται, συγκινούνται και γελούν. Βέβαια, όσο κι αν έλειψε ο ένας στον άλλον, μόλις περάσουν λίγες μέρες η ρουτίνα θ’ αρχίσει να παίρνει τη μορφή που είχε και τότε. Με την ίδια αγάπη αλλά και τις ίδιες τριβές της καθημερινότητας.

Κι αυτό είναι και το πιο λογικό. Αφού, εξακολουθεί να είναι η ίδια οικογένεια που ζούσε κάποτε κάτω απ’ αυτή τη στέγη. Με τους ίδιους χαρακτήρες, τις ίδιες διαφορές, εντάσεις, προβλήματα και τα ίδια συναισθήματα ανάμεσά σας. Και δε θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς. Μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας κάθε μέλος νιώθει πραγματικά ελεύθερο να αφεθεί, να είναι ο εαυτός του. Και κάπως έτσι, φτιάχνεις και πάλι την βαλίτσα σου κι αποχωρείς. Κάθε φορά σου λείπουν, τους επισκέπτεσαι, τους χορταίνεις και ξαναφεύγεις.

Όσο γνήσια κι αν παραμένει η αγάπη σας, εσύ άλλαξες, κι αυτοί άλλαξαν και έχεις καταλάβει πια πως δε γίνεται να γυρίσεις να ζήσεις μόνιμα στο πατρικό σου. Θα σου λείπουν, θα νοσταλγείς καταστάσεις, θα γυρνάς για μια αγκαλιά, μια συμβουλή, λίγη ηρεμία μα στο τέλος θα φεύγεις. Και κάπως έτσι ο χρόνος θα κυλάει και ‘σεις θα δημιουργείτε κάθε φορά κι άλλες αναμνήσεις και δυνατές στιγμές.

 

Συντάκτης: Βαλεντίνα-Δέσποινα
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα