«Σε ψάχνω στα φώτα της πόλης. Για να αισθάνομαι, να ξενυχτάω, να εξαφανίζομαι όταν πονάω, να μένω ελεύθερος να σε προσέχω και να βυθίζομαι όσο αντέχω.»

Ακόμη μια νύχτα που νιώθω μεθυσμένος από σένα. Η Αθήνα μ´ έχει ξεθεώσει. Μια πόλη που σε κρύβει απ´ τις φανερές επιθυμίες μου. Σκέφτομαι να φύγω. Να την παρατήσω και να χαθώ σε άλλα μέρη όπου η ανάγκη μου να σε δω θα ξεθωριάζει όσο περνάει ο καιρός. Αποφασίζω να την απολαύσω για μια τελευταία φορά. Αύριο θα έχω φύγει, λέω ψιθυριστά στο μυαλό μου διατηρώντας την ελπίδα μήπως και δε με ακούσει.

Αντιφάσεις. Βουτάω συνεχώς στο βυθό των αντιφάσεων και των ψευδαισθήσεων μη θέλοντας να δω την πραγματικότητα. Από τότε που μιλήσαμε για πρώτη φορά αρνήθηκα να την αντικρίσω. «Πάντα θα σε φαντάζομαι», σου είχα πει κι όπως φαίνεται αυτό θα είναι το μοναδικό πράγμα που θα μου χαρίσεις.

Βγαίνω απ’ το σπίτι. Κρατάω σφιχτά απ´ το χέρι τις σκέψεις μου για σένα. Οι σκέψεις, ξέρεις, κρατούν μέσα τους τα ανομολόγητά μας . Όσα λόγια κι αν σου είπα δε φάνηκες να τα καταλαβαίνεις. Ηθελημένα ή άθελά σου τ´ άφηνες να χάνουν τη δυναμική τους. Μπορεί και να μην τα πίστευες ή να μη σε άγγιζαν. Ίσως ήταν συνηθισμένα  ή τόσο ξεχωριστά που σε τρόμαζαν. Αυτή η σιωπηλή εξομολόγησή σου με είχε ιντριγκάρει. Ήθελα να σου δείξω πώς ένας άνθρωπος μπορεί να σε κάνει να το ξεχάσεις.

Τα βήματά μου αργά και τα μάτια μου γεμίζουν από εικόνες που μου περνούν αδιάφορες. Σταματάω για λίγο έξω απ´ τη παλιά Βουλή στη Σταδίου. Η διαίσθησή μου κάνει την εμφάνισή της και πάλι μετά από ένα διάστημα σιωπηλής τιμωρίας και με παροτρύνει να σου τηλεφωνήσω. Από την άλλη μεριά η λογική προσπαθεί να με πείσει να μην το κάνω. Ένας ανελέητος πόλεμος μέσα μου που με (απο)γοητεύει. Ξεκινάω να σου γράφω ένα μήνυμα. Ξεκάθαρες λέξεις που δε σηκώνουν παρερμηνείες. Έχουν ένταση. Ο κρότος τους εκκωφαντικός. Θέλω να χάσουν την ακοή τους, για να μην απογοητευτούν από τον ήχο που ακολουθεί εκείνο το «διαβάστηκε».

Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας. Φώτα, βλέμματα, ήχοι μοιάζουν ν´ αποκτούν μια ακμάζουσα αρμονία. Παρατηρώ και καταγράφω στιγμές με την ελπίδα πως το σύμπαν θα με ακούσει και σε εμφανίσει τυχαία μπροστά μου. Από δίπλα μου περνάει εκείνη η υπόσχεση που μου είχες δώσει. Πως θα προσπαθήσουμε. Φαίνεται να βιάζεται. Την ακολουθώ. Θέλω να δω το πρόσωπό της. Σταματάει απότομα και με κοιτάζει. Παγώνω. Με τύλιξε μια αδάμαστη ηδονή. Πλησιάζω. Προσπαθώ να την αγγίξω. Δε μ’ αφήνει. «Σου αξίζουν τα καλύτερα», μου λέει με τρεμάμενη φωνή και ζητάει να την αφήσω να χαθεί. Δεν αντιδρώ.

Συνεχίζω. Αρχαίο θέατρο του Διονύσου. Ώρα για εκείνη την παράσταση που σου είχα υποσχεθεί. Θα σε ήθελα δίπλα μου στη σκηνή, αλλά δε φαίνεσαι πουθενά. Στις εξέδρες κάθονται και με παρακολουθούν όλες οι αισθήσεις και τα συναισθήματα που είχες ξυπνήσει μέσα μου. Δε χρειάζομαι το χειροκρότημά τους, αλλά την κατανόησή, καθώς αυτές οι εναλλαγές μεταξύ γέλιου και δακρύων που θα τους προκαλέσω μπορεί να κουράσει. Αυτός ο μονόλογος δεν είχε επίλογο. Έφυγα εκεί που δεν το περίμενε κανείς.

Ήρθε η ώρα να βρω τον εαυτό μου στα στενά της Πλάκας. Δυο άνθρωποι ερωτοτροπούν καθισμένοι σ´ ένα παγκάκι. Λίγο πιο κάτω μια κοπέλα σκουπίζει τα δάκρυά της. Μόλις είχε χωρίσει. Προσπαθώ να την παρηγορήσω. Της λέω αυτά που θέλει ν´ ακούσει εκείνη τη στιγμή. Ξέρεις, οτιδήποτε αναφέρουμε στους άλλους, αλλά ποτέ στον εαυτό μας. Εκείνες οι συμβουλές που δίνουμε και τις περισσότερες φορές είναι σωστές. Αρκεί να μην αφορούν εμάς.

Το χάραμα με βρίσκει στο Λόφο του Λυκαβηττού. Η Ανατολή του ηλίου είναι ό,τι πιο χαλαρωτικό. Απορώ γιατί οι άνθρωποι μαγεύονται μόνο απ´ το ηλιοβασίλεμα. Τα φώτα σβήνουν σιγά-σιγά. Η μέρα θα δείξει το σκληρό της πρόσωπο και θα παραμερίσει τη γλυκύτητα της νύχτας. Προσωρινά. Το βράδυ πάλι θα σε αναζητήσω. Ίσως, τελικά, να μην είσαι προορισμός, αλλά ένα ωραίο ταξίδι.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου