Σε κανέναν δεν αρέσουν τα ψέματα. Αν βγεις και ρωτήσεις εκατό ανθρώπους όλοι –ή τουλάχιστον οι περισσότεροι– θα σου πουν ότι αυτό που απεχθάνονται περισσότερο είναι η κοροϊδία. Ψέματα καθημερινά, πλασαρισμένα σαν μια υπέροχη αλήθεια, που όμως δεν παύει να είναι φτιαχτή.

Γιατί η αλήθεια είναι πολύ σκληρή για να ειπωθεί; Γιατί οι άλλοι δεν έχουν το θάρρος να την ξεστομίσουν; Γιατί θέλουν να αποφύγουν καβγάδες κι εντάσεις; Όποιος και να είναι ο λόγος που σου πλασάρεται ένα ψέμα, καλός ή κακός, αυτό εξακολουθεί να σε κάνει να νιώθεις εξαπατημένος. Σαν ένα παιδί που πιστεύει σε νεράιδες. Μα εσύ δεν είσαι πια παιδί και τα παραμύθια δεν είναι του γούστου σου. Ή μήπως είναι;

Παραμύθιασμα και ψέμα. Δικαίως πολλοί τα συγχέουν. Θεωρούν πως το παραμύθιασμα είναι ένα καλοστημένο ψέμα που αργεί να αποκαλυφθεί. Και στην πραγματικότητα αυτά τα δύο είναι το ίδιο και το αυτό. Κι όμως. Είναι ώρα να σταματήσουμε να επιρρίπτουμε ευθύνες συνεχώς στους άλλους και να αναγνωρίσουμε τη δική μας ευθύνη στην ιστορία.

Το ψέμα είναι υπόθεση καθαρά εκείνου που αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει. Δεν έχεις το θάρρος να κοιτάξεις στα μάτια τον άλλον και να του πεις την αλήθεια κι έτσι καταλήγεις να πλάθεις ιστορίες με το μυαλό σου. Αληθοφανείς για να μην καταλάβει κανείς τίποτα ποτέ, αν είσαι λίγο τυχερός -ή έξυπνος.

Το παραμύθιασμα πάλι είναι ένα καλλωπισμένο ψέμα. Μόνο που σε αυτό δεν υπάρχει ίχνος αληθοφάνειας. Ακούς τον άνθρωπό σου να αραδιάζει ένα σωρό ιστορίες χωρίς καμία συνοχή, χωρίς λογική. Κι, όμως, εσύ τον πιστεύεις. Του έχεις, άλλωστε, τυφλή εμπιστοσύνη. Κι εκεί γίνεσαι πάλι το παιδί που περιμένει τη νεράιδα των δοντιών να έρθει να πάρει το δοντάκι που υπάρχει κάτω απ’ το μαξιλάρι του. Η νεράιδα είναι ο σύντροφός σου. Το δοντάκι είναι η αλήθεια που δεν αντέχεις να πιστέψεις κι ας την έχεις δει μέσα σου. Κι εσύ το παιδάκι που πιστεύει σε ένα παραμύθι γιατί δε θέλει να χαλάσει την ουτοπική ζωή του.

Εδώ, όμως, έρχομαι να σε απογοητεύσω. Ούτε νεράιδες υπάρχουν, φίλε μου, ούτε παραμύθια. Ούτε σχέση χωρίς ψέματα –έστω κι εκείνα τα μικρά κι αθώα– ούτε μαγεία που έρχεται την ύστατη στιγμή να διώξει τη θλίψη σου. Κι εσύ δεν είσαι πια παιδί για να σε δικαιολογούν για κάθε λάθος. Έπαψες να είσαι απ’ τη στιγμή που άρχισες να αναγνωρίζεις την αλήθεια απ’ το ψέμα, το καλό απ’ το κακό, το παραμύθι απ’ την πραγματικότητα. Κι ας μην τα παραδέχεσαι.

Στο παραμύθιασμα, λοιπόν, έχεις κι εσύ την ευθύνη σου. Κλείνεις τα αφτιά σου σε οτιδήποτε άλλο κι ακούς μονάχα τα λόγια του ενός. Εκείνου του ενός που σου έχει πάρει τα μυαλά και σε έχει αφήσει να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του. Κυριολεκτικά.

Το καμπανάκι μέσα σου χτυπάει δυνατά. Γιατί ποιος θα πίστευε ότι υπάρχουν δράκοι που θέλουν το κακό σας ή κακές μάγισσες με απώτερο σκοπό να σας χωρίσουν με τα μαγικά τους; Εσύ. Εσύ θα το πίστευες. Και το πιστεύεις απλά και μόνο επειδή το λέει εκείνος. Κι ας είσαι πια μεγάλος. Κι ας έχεις αφήσει πίσω σου τα παραμύθια και τις ιστορίες για καληνύχτα.

Μα θα σου δώσω το εξής ελαφρυντικό. Το παραμύθιασμα θέλει τέχνη. Θέλει τέχνη και ταλέντο να μετατρέψεις μια ολωσδιόλου ψεύτικη ιστορία σε μια άκρως πιστευτή και πραγματική. Να χρησιμοποιήσεις τα σωστά λόγια. Να δώσεις την υπερβολή που της χρειάζεται. Χωρίς να πεταρίσεις τα μάτια σου λεπτό. Χωρίς να φανεί ούτε μια στάλα ιδρώτα στο μέτωπο. Θέλει θράσος να έχεις την επιτυχία της ιστορίας σου τόσο δεδομένη.

Έχεις δίκιο, όταν ο έρωτας σε τυφλώνει κι απέναντί σου έχεις έναν επαγγελματία παραμυθά η υπόθεση είναι χαμένη από χέρι. Μα εδώ πρέπει κι εσύ να παραδεχτείς πως εκτός απ’ τα καμπανάκια του υποσυνείδητού σου σού χτυπάνε καμπανάκια κι οι γύρω σου. Μα τους βάζεις κι εκείνους στη σίγαση. Ακολουθείς με τα μάτια κλειστά μια πραγματικότητα που θα ήθελες να ζεις και που τόσο ωραία σου παρουσιάζει εκείνος ο ένας.

Εδώ που τα λέμε, ίσως τελικά να τρως το παραμύθιασμα απλά γιατί θέλεις να πιστεύεις σε μια άλλη ζωή που δεν μπορείς να φτιάξεις μόνος σου. Κι είναι, πράγματι, βολικό να ζεις σε ένα παραμύθι που δημιουργεί κάποιος άλλος. Γιατί στο τέλος, όταν ο ονειρικός σου κόσμος καταρρέει και βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, ξέρεις ακριβώς ποιον να κατηγορήσεις.

Κατά βάθος, όλοι θέλουμε το παραμύθιασμά μας. Γιατί ποιος είναι αρκετά θαρραλέος να αντικρίσει κατάματα αλήθειες που πληγώνουν; Μόνο που την επόμενη φορά που θα επιλέξεις να πιστέψεις ιστορίες με δράκους και νεράιδες θυμήσου πως ακόμα κι η Αλίκη θέλησε να φύγει απ’ τη χώρα των θαυμάτων. Στο τέλος, αργά ή γρήγορα, η πραγματικότητα θα σου χτυπήσει την πόρτα. Δεν την απέφυγε ποτέ, κανείς.

Συντάκτης: Εβίτα Μαρασλή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη