Πάντα πίστευα ότι η μητέρα μου αγαπούσε πιο πολύ την αδερφή μου από εμένα. Είναι αυτό το συναίσθημα που δε νιώθεις αρκετή, όσο και αν προσπαθείς, όσο και αν βελτιώνεσαι. Σκεφτόμουν «πώς γίνεται μια μητέρα να ξεχωρίζει τα παιδιά της», μιας και το είχα δεδομένο ότι για κάθε παιδί πονάει το ίδιο, κλαίει το ίδιο, ανησυχεί το ίδιο. Το μυαλό μου δεν μπορεί να χωρέσει ότι υπάρχει μετρητής αγάπης. Ή αγαπάς ή δεν αγαπάς. Ενδιάμεσο δεν έχει.

Όσο κι αν προσπάθησα να νικήσω αυτή τη σκέψη, την «ανασφάλεια» αν θες, από μικρό κορίτσι μέχρι τώρα δεν μπόρεσα. Είχα πάντα αυτή τη φωνούλα στο κεφάλι μου να μου φωνάζει ότι δεν είμαι αρκετά καλή. Η αδερφή μου έφερνε πάντα καλύτερους βαθμούς, δούλευε πιο σκληρά, επέστρεφε στην ώρα της στο σπίτι, είχε ελευθερίες που εγώ πάλεψα για να αποκτήσω. Ίσως είναι ζήλια, ίσως πάλι να ήθελα να με αγαπήσει ακριβώς όπως είμαι, ακόμα και αν δεν τα έκανα όλα τόσο τέλεια. Μέχρι και στα χρώματα διαφορετικές είμαστε, εκείνη είναι το άσπρο πρόβατο και εγώ ήμουν πάντα το μαύρο. Πόσο παράπονο να κρύψει μια παιδική ψυχή; Εμένα είχε μεγάλη χωρητικότητα πάντως.

Με θυμάμαι να προσπαθώ κάθε μέρα να ξυπνάω πιο νωρίς, να βουρτσίσω τα δόντια μου και να χτενίσω τα μαλλιά μου πιο γρήγορα, να πιω το γάλα μου και να είμαι στη πόρτα σαν μπάστακας με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά, αλλά η αντίδρασή της δεν ήταν αυτή που ήθελα. Συνήθως με κορόιδευε, γιατί προσπαθούσα να αποδείξω ότι είμαι καλύτερη. Με θυμάμαι να θυμώνω και να κρατάω μούτρα, αλλά ξεχνάω γρήγορα και συγχωρώ. Εξάλλου, ήθελα μόνο να με αγαπούν, δε με ένοιαζε ο τρόπος.

Μερικές φορές περνούσε από το μυαλό μου πόσο ωραία θα ήταν να ήμουν μοναχοπαίδι, να ήταν στραμμένη όλη η προσοχή πάνω μου, να μου έκαναν όλα τα χατίρια. Τότε μάλλον θα ήμουν πριγκίπισσα. Αλλά μετά σκέφτομαι ότι δε θα μπορούσα χωρίς την αδερφή μου, όσο και να ήθελα να της βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα. Άσε που θα ένιωθα μοναξιά. Καλύτερα παραπονεμένη παρά μόνη.

Η μητέρα μου φυσικά δεν το παραδέχθηκε ποτέ. Πάντα μας κοίταζε γελώντας πονηρά. «Σας αγαπώ το ίδιο, δεν ξεχωρίζω τα παιδιά μου», έλεγε. Κι εγώ, ως γνωστή γλωσσού, της φώναζα «σιγά μην έλεγες την αλήθεια» -και δίκιο είχα. Αφού συνέχεια με φώναζε με το όνομα της αδερφής μου! Μα επίτηδες το κάνει; Πάντα με θύμωνε όταν το έκανε αυτό, αλλά για να μου φύγουν τα μούτρα φώναζε την αδερφή μου με το δικό μου όνομα -γλυκιά εκδίκηση. Όμως εκείνη δε θύμωνε, μάλλον καταλάβαινε καλύτερα τις προθέσεις της μητέρας από μένα. Μια σταλιά μπιζέλι ήμουν εξάλλου και εκείνη 5 χρόνια πιο μεγάλη. Έχω βέβαια και έναν αδερφό, δίδυμο με την αδερφή μου, αλλά δεν πιάνεται για ανταγωνισμός, γιατί δεν μπλέκεται στην κόντρα μας -το θεωρεί χαζό λέει. Μάλλον γιατί η μητέρα μας του έχει περισσότερη αδυναμία και από τις δυο μας και το ξέρει.

Η μητέρα μου είναι ισχυρός χαρακτήρας. Είναι αστεία και γλυκιά, αλλά της κρατάω μούτρα γιατί δε διαλέγει επιτέλους ποια αγαπά πιο πολύ. Με έχει τυφλώσει η ζήλια, μάλλον, και δεν ξέρω τι λέω, αλλά πώς να κάνω αλλιώς; Το αίσθημα ότι δε σε διαλέγουν είναι ύπουλο, κάθεται στον ώμο σου και σου ψιθυρίζει μύθους, τάχα ότι δε σε αγαπούν αρκετά και δεν είσαι αρκετά έξυπνη, αρκετά δυνατή, αρκετά αρκετή. Πώς το νικάς; Πώς το τρομάζεις για να σηκωθεί να φύγει;

Δε θα έπρεπε να σκέφτομαι έτσι, δε γίνεται η μαμά μου να μη με αγαπάει, επειδή είμαι διαφορετική. Είναι παράλογο. Άραγε γνωρίζει πώς νιώθω; Δεν της το λέω για να μη τη στεναχωρήσω αλλά ώρες ώρες πιστεύω πως διαβάζει το μυαλό μου (εξάλλου, οι μαμάδες τα ξέρουν όλα, αυτό είναι ευρέως γνωστό). Ξέρω πως δεν είναι σωστό, είναι απλώς μια αρνητική σκέψη. Εννοείται πως με αγαπάει εξίσου -λίγο πιο πολύ, βέβαια, θα ήθελα-, αλλά η αγάπη δεν έχει μέτρο, δεν έχει μετρητή. Και ειδικά η αγάπη μιας μάνας.

Πέρα από τους αθώους ανταγωνισμούς και τις χαζές κόντρες μας, κανένας δε θα με αγαπήσει πιο πολύ από τα αδέρφια που μοιράζομαι το ίδιο αίμα, το ίδιο DNA. Το παράπονο ότι η μητέρα μου διαλέγει να αγαπά πιο πολύ την αδερφή μου σβήνει όταν σκέφτομαι ότι και εγώ την αγαπώ πιο πολύ κι από μένα. Και αυτός είναι ένας δεσμός ζωής, μια αλυσίδα που δε σπάει, δε φθείρεται, δε σβήνει, αλλά μένει βαθιά χαραγμένη στην ψυχή. Η αδερφή μου θα είναι ένα κομμάτι της καρδιάς μου που ποτέ κανείς δε θα μου πάρει. Και για αυτό ευχαριστώ τη μητέρα μου. (Εννοείται ότι ακόμα θέλω η μαμά να αγαπάει πιο πολύ εμένα, μην ξεχνιόμαστε).

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.