Καμιά φορά δε φοβόμαστε μόνο όσα είναι πιθανόν να βιώσουμε, φοβόμαστε κι όσα πρέπει να θυσιάσουμε για να κατακτήσουμε όσα επιθυμούμε. Και παρ’ όλο που όντως δεν υπάρχει εγγύηση πως θα βγούμε αλώβητοι από μια εμπειρία -όποια κι αν είναι αυτή-, ούτε πως θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε, είναι κρίμα να μη δοκιμάσουμε από φόβο.

Γιατί δεν είμαστε πλασμένοι από σίδερο ή ξύλο, κάθε «κόψιμο» είναι βαθύ και επώδυνο. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν υπάρχει κάποιος να μας φιλήσει για να περάσει, δεν κλείνουν πλέον έτσι οι πληγές -δεν είμαστε πια παιδιά . Οι εμπειρίες περνούν πάνω από τα κορμιά μας και αφήνουν τα δικά τους σημάδια, εγκαταλείποντας μας να βρούμε μόνοι μας την άκρη του νήματος. Κι έρχονται τραύματα από εκείνα που δημιουργούνται όταν αγαπάμε έναν άνθρωπο δίχως ανταπόδοση. Τραύματα που εμφανίζονται όταν φεύγουμε επειδή τελικά κάποιος έρωτας δε μας κάλυψε απόλυτα. Αποκτάμε πληγές επειδή νοσταλγήσαμε το πατρικό μας αλλά ξέρουμε πως ήρθε η ώρα να το εγκαταλείψουμε παίρνοντας το δικό μας μονοπάτι -αφού είναι από ‘κείνα που πρέπει να περπατάει καθείς μόνος. Γεμίσαμε πληγές λοιπόν από όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, έρωτες που διαλύθηκαν και φιλίες που δεν κράτησαν στον χρόνο. Μάθαμε κάπως έτσι να φοβόμαστε τα νέα ξεκινήματα, να δειλιάζουμε μπρος στη θυσία και τα όνειρα.

Κι όσο ο φόβος βασανίζει το μυαλό μας, μια αμφιβολία κυβερνά τη σκέψη μας: «Κι αν δεν καταφέρω να επιβιώσω;». Κι είναι αυτή είναι ίσως η πιο ρεαλιστική ανθρώπινη απορία, μιας κι αν δε βιώσουμε μια κατάσταση, αν δεν μπούμε μέχρι το λαιμό μέσα στη φουρτούνα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς είναι κι αν θα τα βρούμε ζόρικα. Το τρίπτυχο της ζωής άλλωστε είναι το «υπέφερα-έμαθα-άλλαξα» και αν υπήρχε παρομοίωση γι αυτό, θα ήταν η κάμπια που βγαίνει από το κουκούλι της και μετατρέπεται σε μια πολύχρωμη πεταλούδα. Έτσι λοιπόν και εμείς, αν δε βιώσουμε το δικό μας βάσανο, περνώντας μέσα από κάθε βίωμα και πόνο, ύστερα από φόβο, ανησυχία και απόγνωση πώς θα οδηγηθούμε στο να γίνουμε αυτό που προοριζόμαστε να γίνουμε; Κάθε φορά που αισθανόμαστε την αμφιβολία να κατακλύζει την ύπαρξή μας, ουσιαστικά νιώθουμε την επιβεβαίωση πως είμαστε μπροστά σε κάτι πραγματικά φανταστικό, κι αυτό δεν είναι άλλο από τη δική μας προσωπική μεταμόρφωση. Οι δοκιμασίες που περνάμε μας προσφέρουν την ευκαιρία να μάθουμε, να εξελιχτούμε, να προχωρήσουμε και να βελτιωθούμε και χωρίς αυτές. Δε λέγεται άλλωστε τυχαία πως οι πιο δύσκολοι δρόμοι έχουν την πιο όμορφη θέα.

Ποιος είπε πως η αλλαγή έρχεται αβίαστα κι ανεμπόδιστα; Η ζωή είναι γεμάτη από εμπόδια, προβλήματα, αντιξοότητες, αναποδιές, αδικία, ανάμεσα σε τόσα άλλα που καθημερινά περνάμε συλλογικά , υπάρχουν και εκείνα που πρέπει να περάσουμε ατομικά. Αντιμετωπίζουμε τις δοκιμασίες μας με φόβο, διότι το να εμπιστευτούμε τις ικανότητες μας και να εκτιμήσουμε βαθιά τον εαυτό μας είναι ένα άλμα πίστης με άγνωστο τρόπο και τόπο προσγείωσης. Κι άλλοτε θα προσγειωνόμαστε στα πόδια μας κι άλλοτε με τα μούτρα μας. Αν υπήρχε όμως ένας κανόνας απαράβατος είναι εφτά φορές να πέφτουμε και οχτώ να σηκωνόμαστε γιατί η πτώση ίσως και να πονέσει, αλλά μας διδάσκει κιόλας -αφού δεν μπορεί να υπάρξει γνώση δίχως την εμπειρία.

Ο μεγαλύτερος δάσκαλος της ζωής ήταν ανέκαθεν η θέληση. Έχοντας τη θέληση να προσπαθήσουμε ακόμα κι αν υπάρχει η πιθανότητα να αποτύχουμε, μαθαίνουμε να ζούμε πραγματικά, ν’ ερωτευόμαστε ειλικρινά, να είμαστε χαρούμενοι. Μια τελευταία γνώση που είναι ανάγκη να κατακτήσουμε σήμερα, είναι πως το «θέλω» και το «μπορώ» ήταν, είναι και θα είναι πάντα, αδιάσπαστα συνδεδεμένα. Αν θέλουμε κάτι λοιπόν, μπορούμε να το ονειρευτούμε και μπορούμε αδιαμφισβήτητα να το κατακτήσουμε. Τα σημάδια μας, είναι εκείνα που θα μας θυμίζουν πάντα, πως ό,τι αποκτήσαμε δικαιωματικά μας ανήκει και κανένας δε θα μπορέσει να μας το στερήσει -ούτε καν ένας φόβος ή ένας έρωτας.

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου