Σε θυμάμαι να κουράζεσαι, να κοπιάζεις και να ξαποσταίνεις. Να λιποψυχάς και να υπομένεις με καρτερία. Πόσο κουράγιο πια, πόσο σθένος; Κι όμως εκείνη η κρυφή σου η δύναμη υπερνίκησε θεαματικά κάθε σου μικρό ή μεγάλο φόβο, υπερπήδησε τα εμπόδιο κι έφτασε να ξεμακραίνει απ’ τα δύσβατα μονοπάτια. Κι όταν πια το μόνο που έμενε να διασχίσεις ήταν τα λιγοστά μέτρα που σε χώριζαν απ’ την κορδέλα του τερματισμού, το μόνο που ζήτησες ήταν μια αγκαλιά.

Σε θυμάμαι να πονάς, να ελπίζεις. Και πάλι το μόνο που ήθελες ήταν μια αγκαλιά. Σε θυμάμαι να περιμένεις κάτι που ίσως δε θα ερχόταν ποτέ. Το μόνο που ήθελες ήταν μια αγκαλιά. Σε θυμάμαι να απελπίζεσαι. Το μόνο που θα σε παρηγορούσε ήταν μια αγκαλιά. Σε θυμάμαι να θυμώνεις. Το μόνο που θα σε ηρεμούσε ήταν μια αγκαλιά. Σε θυμάμαι να δακρύζεις. Το μόνο σου βάλσαμο ήταν μια αγκαλιά. Σε θυμάμαι να φοβάσαι. Το μόνο σου καταπραϋντικό ήταν μια αγκαλιά. Κι ας ήταν απ’ τον οποιονδήποτε.

Για πολλούς η αγκαλιά είναι κάτι σαν την αγάπη. Απρόσωπη, καθολική και θαυματουργή. Κάτι σαν τις σταγόνες απ’ το μαγικό φίλτρο του Αστερίξ που από απλό Γαλάτη τον έκανε ίσο με τους θεούς. Μια στάλα από μια αγκαλιά ίσως αρκεί και περισσεύει για να σου δώσει τη δύναμη που τόσο λαχταράς, να σε κάνει από απλό Γαλάτη ισάξιο των θεών.

Σάμπως τι σημασία έχει; Σάμπως πρέπει σώνει και ντε η αγκαλιά να έχει πρόσωπο; Πρέπει να έχεις ονοματεπώνυμο; Ίσως. Καμιά φορά, όμως, η καλύτερη εκδοχή της έρχεται στην πιο απλή της μορφή, σε εκείνη που αν είναι να κάνει το θαύμα της θα περισσεύουν τα ονόματα και τα επώνυμα, δυο χέρια έτοιμα να σε δεχτούν, να σε φιλοξενήσουν για λίγα μόλις λεπτά και να δεχτούν την έκρηξη όλων σου των συναισθημάτων αρκούν.

Οι περισσότεροι από εμάς ίσως να υποτιμούμε τη δύναμή της, ίσως να εστιάζουμε περισσότερο στο από ποιον θα θέλαμε να τη δεχτούμε και λιγότερο στο πόσο αυτή θα μας έσωζε. Κι αν δε σε σώσει; Κι αν τελικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια υπερεκτιμημένη εκδήλωση αγάπης;

Κακά τα ψέματα, οι αγκαλιές που πραγματικά έσωσαν ούτε κανονισμένες ήταν, ούτε προγραμματισμένες, ούτε είχαν πρόσωπο. Απέκτησαν μετά. Και ναι, είναι απ’ τον οποιονδήποτε. Απ’ τον φίλο που συνάντησες απρόσμενα και σε είδε στα κάτω σου, απ’ τον κολλητό που δεν κρατήθηκε κι έτρεξε να σε παρηγορήσει, απ’ τον τύπο που μένει απέναντι και καθημερινά ανταλλάζετε καλημέρες κι αισθάνθηκε πως σου αξίζει μια δόση απ’ την ικανότητα του να αγκαλιάζει.

Και ναι, αυτές οι αγκαλιές σε έσωσαν, όχι επειδή ντε και καλά δεν είχαν πρόσωπο, αλλά επειδή ήταν απρόσμενες, ήταν αυθόρμητες, ήταν αληθινές. Σε κράτησαν για λίγο μέσα στα χέρια τους, αισθάνθηκες τους παλμούς τους, έγειραν το κεφάλι τους και σου μετέδωσαν λίγη απ’ τη θέρμη τους αφήνοντάς σε να πιστέψεις πως όλα είναι και θα πάνε καλά. Και τους πίστεψες, και καλά έκανες. Το πιθανότερο είναι πως αυτός ο «οποιοσδήποτε» που ανιδιοτελώς θέλησε να σε πείσει, ενδιαφέρθηκε λίγο περισσότερο από εκείνο το ένα πρόσωπο που λίγο πριν θα πλήρωνες μονάχα για τη δική του αγκαλιά.

Μην το παίρνεις στραβά, δε θίγουμε κανέναν. Λέμε απλώς πως σε κάτι ώρες δύσκολες, τη χρειάζεσαι τη δύναμη κι ας είναι από οποιονδήποτε. Και μια αγκαλιά χαρακτηρίζεται απ’ τα γεννοφάσκια της από αυτή την ιδιότητα, να χαρίζει απλόχερα τη δύναμη και την ασφάλεια, τη σιγουριά πως σε προσέχουν και για λίγο κανείς δεν μπορεί να σε πειράξει.

Χάνεσαι για μερικά λεπτά κι απολαμβάνεις την ησυχία, αφήνεσαι στη σιωπηρή εξωτερίκευση του κόσμου σου κι επιτρέπεις στον άλλο να σε κρατήσει ήρεμο μέχρι να ξαναβγείς έξω. Εξάλλου, όπως έχουν πει κι άλλοι πολλοί πριν από μένα «τι τα έχουμε τα χέρια αν δεν είναι για αγκαλιές;».

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη