Κατάθεση ψυχής. Σε ένα λευκό χαρτί ή σε μια κενή σελίδα του υπολογιστή. Όπου κι αν είναι, είναι λόγια που πραγματικά μιλάνε εκ μέρους της ψυχής μας. Που μετατρέπονται σε ποιήματα, σε μικρές ιστορίες ή και σε μυθιστορήματα. Τι χρειάζεται όμως για να γράψει κάποιος κάτι πραγματικά βαθύ; Πόσο έντονα πρέπει να βιώνει κάποια συναισθήματα, ώστε να τα αποτυπώσει με όλο του το είναι; Όπως έχει πει και η μεγάλη ποιήτρια Κική Δημουλά, «γράφεις όταν πονάς». Αλλιώς πας και ζεις τη χαρά σου. Δεν κάθεσαι να την γράφεις μόνος. Τη μοιράζεσαι.

Όμως το να δείχνεις τον πόνο σου δεν είναι τόσο εύκολο. Και κάπως έτσι γίνεται η περιβόητη κατάθεση ψυχής. Συναισθήματα που μας πνίγουν, λέξεις που δεν μπορούν να ειπωθούν, καταστάσεις που χάθηκαν, άνθρωποι που γλίστρησαν από τα χέρια μας. Ό,τι κι αν είναι αυτό που μας πληγώνει, που μας πονάει, που κάνει την ψυχή μας να θέλει να ουρλιάξει, είναι και αυτό που μας σπρώξει να γράψουμε. Που θα βγάλει στην επιφάνεια κάθε μας κρυφή σκέψη και κάθε συναίσθημα που δεν τολμάει να πει με λόγια «εδώ είμαι».

Δεν το κάνουμε όλοι. Δεν είναι για όλους το ίδιο. Δεν μπορούν -ή δε θέλουν- όλοι να πάρουν ένα κομμάτι χαρτί και να αρχίσουν να γράφουν όσα κρύβουν μέσα τους. Όλα τους τα συναισθήματα. Μα για όσους μπορούν, είναι λυτρωτικό. Είναι η κάθαρση που έρχεται τις ώρες που η καρδιά πονάει και ψάχνει τρόπους να γιατρευτεί. Τότε που θέλει να νιώσει λίγο πιο ανάλαφρη από το βάρος που την πνίγει και που το μυαλό χάνεται σε σκέψεις και εικόνες δύσβατες.

Σε λέξεις, όπως ένα «σ’ αγαπώ» που δεν μπορεί να ειπωθεί. Όπως κάποιο «μου λείπεις» που ειπώθηκε αλλά δεν ήταν αρκετό να στεγνώσει τα δάκρυα. Σε μια ανάμνηση που δύσκολα θα επαναληφθεί. Στην κάθαρση για κάτι που τελείωσε. Σε συναισθήματα βαθιά. Σε αλήθειες που μόνο όταν γίνονται λέξεις μάς αποφορτίζουν. Και δεν είναι απαραίτητο οι λέξεις να ακούγονται. Δεν είναι όλα για να λέγονται. Μα όλα μπορούν να γραφτούν και να δημιουργήσουν το πιο όμορφο έργο τέχνης. Την πιο τολμηρή κι αληθινή εξομολόγηση. Να πάρουν μορφή -κι ας μη λέγονται.

 

 

Αν μπορούσαν να ειπωθούν όλα τα «σ’ αγαπώ», δε θα χρειαζόταν να τα γράφουμε. Θα βγαίναμε να τα φωνάξουμε. Αν το «μου λείπεις» έκανε κάποιον να τρέξει κοντά σου για να σε δει έστω για λίγο, δε θα χρειαζόταν να γεμίσεις λευκά χαρτιά. Αν κάποιες αναμνήσεις μπορούσαμε να τις ξαναζήσουμε, δε θα τις ψάχναμε σε ποιήματα. Αν κάτι άρχιζε αντί να τελειώσει, θα θέλαμε να είμαστε εκεί, να περάσουμε χρόνο μαζί του, κι όχι σε ένα δωμάτιο, μπροστά σε μία οθόνη, με τον κέρσορα να αναβοσβήνει.

Όταν είμαστε χαρούμενοι, όταν κάτι πάει καλά, όταν ερωτευόμαστε και είναι αμοιβαίο, όταν η καρδιά μας είναι γεμάτη και η ψυχή μας ήρεμη, δε νιώθουμε την ίδια ανάγκη να γράψουμε. Θέλουμε να δείξουμε πώς νιώθουμε, να το μοιραστούμε. Το γράψιμο είναι μοναχικό. Για πράγματα που δε μοιράζονται εύκολα, που μας τρομάζουν και μας πονάνε. Που μόνο αν γίνουν λέξεις και ρίμες -γιατί όχι κι ολόκληρα κεφάλαια;- μπορούν να αποδυναμωθούν. Γιατί τότε έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη το γράψιμο. Όταν νιώθουμε μόνοι. Το χρειαζόμαστε για να καταθέτουμε την ψυχή μας, για να μένουμε για λίγο γυμνοί και να πετάμε από πάνω μας ό,τι μας βαραίνει.

Και όταν όλα αυτά γίνονται μικρά γράμματα μπροστά μας, είναι κάπως σαν να χάνουν τη δύναμή τους. Αλλά μόνο αν πονάμε μπορούμε να το κάνουμε. Γι’ αυτό, ας ζήσουμε ό,τι έχουμε. Ας πούμε ό,τι λέγεται. Ας τρέξουμε όπου υπάρχουν δρόμοι. Ας τολμήσουμε αυτό που θέλουμε. Και πάντα θα ξέρουμε πως σε κάποιο συρτάρι υπάρχει ένα τετράδιο με κάτασπρες σελίδες. Πως σε κάποια επιφάνεια εργασίας υπάρχει ένα άδειο έγγραφο. Για εκείνες τις δύσκολες ώρες που μόνο ο εαυτός μας είναι εκεί να μας ακούσει.

Συντάκτης: Μαργαρίτα Αρβανιτίδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.