Πάντα θα γκρινιάζω, δεν το έχετε καταλάβει πια; Πολλές φορές ως παιδί είχα ταυτιστεί απόλυτα με τον γκρινιάρη απ’ τα στρουμφάκια, για κάποιο λόγο πάντα μου άρεσε να γκρινιάζω∙ μάλλον επειδή έτσι τραβούσα περισσότερη προσοχή απ’ τους άλλους!

Μα συγγνώμη, δηλαδή, είμαι η μόνη; Όχι, σίγουρα όχι. Ποιος άνθρωπος σε ετούτον τον ντουνιά δεν γκρινιάζει όλη τη μέρα όταν είναι άρρωστος; Τη μια ζεσταίνεσαι, κλωτσάς την κουβέρτα, την άλλη κρυώνεις ξανά μάνα η κουβέρτα μέχρι τα αυτιά κι εσύ εκεί να τρεμουλιάζεις σαν το ψάρι! Πείνας, τρως και μετά σου έρχεται να τα βγάλεις όλα, μαζί και με τα σωθικά σου! Κι αυτή η μαμά, αμάν πια εκεί με το κουτάλι στο χέρι «Έλα παιδί μου μια κουταλίτσα» – πώς, πείτε μου, πώς μετά να μην γκρινιάζω;

Υπάρχει βέβαια χειρότερο πράγμα απ’ την πείνα; Άπαπα! Αυτός ο ενοχλητικός ήχος που κάνει το στομάχι λες και παίζει τουμπερλέκι είναι τόσο σπαστικός αλλά και τόσο δυνατός. Να θες να κρυφτείς και να μην μπορείς! Πρέπει να καταλάβουν κι οι υπόλοιποι γύρω σου ότι το στομάχι σου ζητάει πεισματικά να το γεμίσεις!

Παιδιά πεινάω κι όταν πεινάω γκρινιάζω! Γκρινιάζω γιατί θέλω να φάω κι αυτό συμβαίνει πάντα τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Να ξεκινήσω απ’ την ώρα που θα ξαπλώσω στο κρεβάτι μου το βράδυ να κοιμηθώ πτώμα απ’ τη δουλειά; Να πω για την ώρα που βρίσκομαι σε σοβαρό meeting με κότσο πιασμένο, σωστή κυρία και το στομάχι μου να τα καταρρίπτει όλα στο λεπτό; Ή μήπως να μιλήσω για τη στιγμή που είμαι παραλία; Που κάνεις έτσι το κεφάλι σου και βλέπεις καλογυμνασμένα κορμιά, εκεί να σε δω, μαντάμ, πώς θα παραγγείλεις ένα ωραιότατο κλαμπ. Δε θέλω να σκεφτώ τα βλέμματα που θα γυρίζουν να με κοιτάνε να τρώω μπουκιά-μπουκιά λες κι είναι το φαΐ τους! Τι να κάνουμε, παιδιά, το κολύμπι μας πεινάει! Πέντε ολόκληρα λεπτά τσαλαβουτούσα, να μην αναπληρώσω τις θερμίδες που έχασα;

Θα γκρινιάξω που θα γυρίσουν όλοι οι κουστουμάτοι μέσα στην αίθουσα με βλέμμα «Σε είδαμε πριν που έφαγες τοστάκι, πάλι πείνας μωρή;». Τι να μου κάνει της βαριόμοιρης ένα τόσο δα τοστάκι, δύο μέτρα γυναίκα; Αλλά το πιο εκνευριστικό είναι όταν έχεις πλύνει δόντια σου, έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι σου, έχεις τεντωθεί με την ησυχία σου και να, πάλι αυτός ο ήχος κι αυτή η λιγούρα χτυπάει το κουδουνάκι της. Αμάν!

Το έχω πει στον περίγυρό μου, το έχω δηλώσει στη μαμά μου, αλλά δε λένε να με καταλάβουν! Δεν μπορώ να με ξυπνάνε απότομα! Αποσυντονίζομαι, ρε αγάπη μου! Θέλω την ηρεμία μου, δε θέλω να μου μιλάνε για κάποια λεπτά, να δω την ώρα, τη μέρα, τον καιρό, να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου τέλος πάντων!

Όσο με ξυπνάτε με φωνές ή μου μιλάτε και με ρωτάτε μέχρι κι αν ήξερα πώς η κόρη της Κατίνας απ’ το χωριό παντρεύεται το Σάββατο, θα γκρινιάζω, θα φωνάζω και θα νευριάζω. Θα γκρινιάζω και με το δίκιο μου όμως, ε; Γκρινιάζω και σε μένα, μη νομίζεις, που με πήρε ο ύπνος και πρέπει σε 5′ να είμαι στη δουλειά! Θέλω το χρόνο μου κι εγώ σαν παιδί!

Εντάξει, το παραδέχομαι μ’ αρέσει να γκρινιάζω και νομίζω χαίρομαι γι’ αυτό! Είναι κομμάτι της γοητείας μου λέει ο μπαμπάς μου κι εμένα ο μπαμπάς μου έχει πάντα δίκιο! Ζήτω οι γκρινιάρηδες λοιπόν!

 

Επιμέλεια Κειμένου Ευγενίας Ζουμπεράκη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ευγενία Ζουμπεράκη