Ναύτες οπτήρες.

Οι ναύτες που βρίσκονται στο ψηλότερο σημείο του καταστρώματος, νύχτα, αναζητώντας τα φώτα στον ορίζοντα. Φώτα φάρων, φώτα άλλων πλοίων. Φώτα κινδύνου.

Ιδιαίτεροι άνθρωποι, με δικούς τους τρόπους μέτρησης του χρόνου και της απόστασης, με μάτια που τσούζουν από την αρμύρα και την αϋπνία, βγαλμένοι από ταξίδι του Μάρκο Πόλο, του Κολόμβου, ή από πίνακα του Ντα Βίντσι.

«Μισό ένα, μισό δύο, μισό τρία…»

Υπεύθυνοι για την ορθή πορεία του πλοίου.

Υπεύθυνοι να υποδείξουν την ύπαρξη ενός φάρου στον ορίζοντα, με οδηγό τον κόκκινο μικρό κύκλο στον ναυτικό χάρτη.

Κανένας ναύτης οπτήρ δε σκέφτηκε ποτέ να βουτήξει για να φτάσει στον φάρο.

Ο φάρος δε χωρά επισκέπτες ούτε φιλοξενούμενους.

Κανείς δε θέλει να ζήσει εκεί, κανείς να μοιραστεί την ερημία του, την παγερή ησυχία της νύχτας, τον άνεμο που τον χτυπά και φέρνει ψηλά το νερό στο γυάλινο δώμα που προστατεύει τον φανό.

Ο φάρος έχει μάθει στη μοναξιά, γνωρίζει την απόσταση των πραγμάτων, περιχαρακώνει τα όρια.

Στέκει και χαιρετά καράβια κι ανθρώπους που προσπερνούν.

Όλοι ταξιδεύουμε.

Είτε με την προσμονή του προορισμού είτε με τη θλίψη του αποχωρισμού.

Ταξιδεύουμε για να φύγουμε από κάπου ή για να κατευθυνθούμε κάπου.

Άλλοτε γνωρίζουμε ότι υπάρχει επιστροφή κι άλλοτε, ακόμη και μέσα από την απέραντη θάλασσα, οι δρόμοι του γυρισμού ξέρουμε ότι θα είναι κλειστοί, αδιέξοδα τα περάσματα.

Άλλοτε περνούμε το ταξίδι στο κατάστρωμα κοιτάζοντας μακριά τον ορίζοντα, μαγεμένοι από το γαλάζιο, κι άλλοτε κοιμισμένοι στο τρίτο υπόγειο, ναρκωμένοι.

Άλλοτε πιάνουμε κουβεντούλα με τους υπόλοιπους ταξιδιώτες, κι άλλοτε δε βγάζουμε μιλιά, πίνοντας τον τρίτο ναυτικό καφέ, μποέμ ταξιδευτές της μοναξιάς μας.

Κάπως έτσι μοιάζει κι η ζωή. Θάλασσα και καράβι.

Είναι κι εκείνοι οι φάροι. Οι φάροι που βρίσκονται στο ίδιο σημείο μέρα νύχτα.

Οι φάροι που κάνουν το ταξίδι ασφαλές, που δείχνουν την πορεία, σαν την κόκκινη γραμμούλα της πυξίδας.

Όσο μεγαλώνω, βλέπω πιο καθαρά αυτούς τους φάρους να με προσπερνούν, να τους προσπερνώ. Και νομίζω πια πως είναι άνθρωποι…

Άνθρωποι που δεν ανέβηκαν μαζί στο πλοίο, μα παραμένουν σύντροφοι του ταξιδιού.

Είναι εκεί, είναι πάντοτε εκεί, για να δείχνουν την πορεία. Σαν τους ναύτες οπτήρες.

Είμαι σίγουρος ότι είναι άνθρωποι, τους βλέπω, μου χαμογελούν, μα δε γνέφουν να πλησιάσω.

Δώστε τους όποια ονόματα θέλετε.

Πρώην φίλοι, πρώην έρωτες, απωθημένοι έρωτες, αδέρφια και γονείς που έχετε χρόνια να μιλήσετε, σώματα στο χώμα.

Δεν ξέρω αν σας φτάνει αυτό για να συνεχίσετε το ταξίδι, αν αντέχετε την απόσταση, αν αντέχετε απλώς να προσπεράσετε.

Εμένα πάντως όχι.

Ένας ναύτης οπτήρ που βαρέθηκα να πλησιάζω απλώς και να προσπερνώ.

Θέλω να φτάσω, να ανεβώ τη σκάλα τους, να ανάψω τον φανό τους.

Αν με ρωτήσουν τον τρόπο, δεν έχω απάντηση.

Κι οι παλιοί φάροι θα χαμογελάσουν στοργικά, όπως ένας πατέρας στο παιδί του.

Είμαστε ναύτες οπτήρες σε μια απέραντη, σκοτεινή θάλασσα που προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με τους δικούς μας φάρους, εκείνους που αντέχουν τις κτητικές αντωνυμίες, μα δε γνωρίζουμε ούτε συλλαβές ούτε αλφάβητο.

Στέκομαι στην άκρη του πλοίου, στο ψηλότερο σημείο και μετράω.

Παίρνω βαθιά ανάσα και βουτάω με μάτια ανοιχτά.

Ανάμεσα στο μισό δύο και μισό τρία, εκεί που βρίσκεται ο φάρος μου.

 

Συντάκτης: Βασίλης Γιαννούλης