Από τη στιγμή κιόλας της σύλληψης γίνεται αντιληπτό στο ζευγάρι ότι η ανθρώπινη ζωή για να δημιουργηθεί χρειάζεται τον μπαμπά και τη μαμά. Άλλωστε, αναμφίβολα, η μητρότητα και η πατρότητα αποτελούν σημαντικούς ρόλους, προκαλώντας συναισθήματα χαράς, ενθουσιασμού, τρυφερότητας, αλλά και άγχους, ανησυχίας, αγωνίας στους μελλοντικούς γονείς.

Η γυναίκα καλείται να διαχειριστεί τη μητρότητα από την έναρξη της εγκυμοσύνης, με την επικείμενη άφιξη ενός νέου ανθρώπου, βιώνοντας εμφανείς αλλαγές στο σώμα της, αλλάζοντας τις προτεραιότητές της και επενδύοντας  συναισθηματικά σε αυτή τη τόσο σημαντική σχέση. Ο πατέρας από τη μεριά του, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεν έχει συνειδητοποιήσει απόλυτα την κατάσταση και δε βιώνει σημαντικές αλλαγές. Παρέχει βεβαίως τη συναισθηματική κάλυψη και φροντίδα που χρειάζεται η γυναίκα, η οποία βιώνει πρωτόγνωρα συναισθήματα και έντονες αλλαγές στην ψυχική και στη σωματική της κατάσταση, τη στηρίζει, την κατανοεί και ικανοποιεί -στον βαθμό που μπορεί- τις ανάγκες της. Για εκείνον τα έντονα συναισθήματα έρχονται κατά βάση μετά τη γέννηση, με την έλευση του μωρού στο σπίτι και σχετίζονται με τις αλλαγές που πρόκειται να βιώσει ο ίδιος ως μπαμπάς.

Οι μπαμπάδες κάποιες φορές μπορεί να αισθανθούν ανασφάλεια για το αν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις νέες απαιτήσεις της οικογενειακής ζωής, φόβο για το μοίρασμα των ευθυνών και τη φροντίδα του νεογέννητου καθώς και παραμέληση από τη σύντροφό τους. Αυτό είναι αρκετά λογικό, αν σκεφτούμε ότι το ενδιαφέρον της μητέρας -ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό- είναι στραμμένο στο μωρό και τις ανάγκες του. Εντούτοις, είναι μια περίοδος που συχνά παρατηρείται να ισχυροποιείται το «εγώ» του πατέρα και να αναπτύσσεται το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στη σύντροφό του και το παιδί.

Φυσικά ο τρόπος συμμετοχής του πατέρα στον γάμο του και η ποιότητα της συντροφικής σχέσης με τη μητέρα αποτελεί τον πυρήνα στον οποίο χτίζεται το οικογενειακό σύστημα, καθορίζοντας τόσο την επάρκεια του μητρικού ρόλου, όσο και τον τρόπο που η μητέρα ανταπεξέρχεται σε αυτόν. Επομένως, η ποιότητα της σχέσης των δύο συζύγων σχετίζεται με την ποιότητα της σχέσης μητέρας–παιδιού και πατέρα–παιδιού. Πράγματι, πατέρας και βρέφος, όπως και μητέρα και βρέφος, αλληλοεπηρεάζονται αδιάκοπα. Είναι ένα δυναμικό τριαδικό σύστημα, το οποίο δεν πρέπει να καταλήγει σε δυαδικό (μητέρα-βρέφος), καθώς παιδί και οι γονείς θα επηρεαστούν άμεσα αρνητικά από αυτό.

Έρευνες έχουν δείξει ότι οικογένειες με ισότητα στις σχέσεις των γονέων και καταμερισμό στη φροντίδα του μωρού (τάισμα, λούσιμο, ντύσιμο, παιχνίδι) καταφέρνουν να δώσουν στο βρέφος την ικανότητα να «ανοίγεται» στους άλλους και να φοβάται λιγότερο την παρουσία ενός ξένου. Έτσι, καθορίζουν τις κοινωνικές του αντιδράσεις και τις φιλίες που θα αναπτύξει σιγά σιγά με τα υπόλοιπα παιδιά, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο αναγκαία την αρμονική συνύπαρξη και των τριών μελών του νέου συστήματος.

Ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως ο πατέρας πέρα από τη φροντίδα που προσφέρει σε μητέρα και παιδί, συμβάλει και στο να αποσπάσει σταδιακά τη σύντροφό του από την υπερβολικά στενή σχέση που ίσως αναπτύξει με το παιδί. Πρόκειται για μια διαδικασία θεμελιώδους σημασίας προκειμένου να αποφευχθεί μια συμβιωτική σχέση μητέρας–παιδιού και κατ’ επέκταση η «περιθωριοποίηση» του πατέρα. Ο πατέρας λοιπόν υπενθυμίζοντας στη μητέρα ότι είναι και γυναίκα και σύντροφος, τη βοηθάει να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο και να αναπτύξει και τις άλλες εκφάνσεις  της ζωής της που ίσως να παραμελήθηκαν με τον ερχομό του παιδιού.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, καλό είναι οι γονείς να καθίσουν με καλή διάθεση και αγάπη να συζητήσουν για νέα δεδομένα που έχουν να αντιμετωπίσουν. Η ανταλλαγή των προβληματισμών τους και η διαφορετική οπτική είναι σημαντικό να έρθει στην επιφάνεια για να είναι ξεκάθαρη και στους δυο. Άλλωστε, αφού έχει επέλθει η «διάσπαση» της αρχικής δυάδας των συντρόφων, νέοι ρόλοι πρόκειται να βρεθούν και νέες προκλήσεις να προκύψουν, αρκεί να αναγνωρίσουμε τις ανάγκες του συντρόφου μας, να μπούμε στη θέση του και να επιλύσουμε τις δυσκολίες που προκύπτουν κάθε φορά.

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.