Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ικανός για περίπου χίλιες και λίγο περισσότερες (1016) διεργασίες ανά δευτερόλεπτο! Αν το καλοσκεφτούμε ο εγκέφαλος μας φαίνεται τελικά να είναι πολύ πιο ισχυρός από οποιονδήποτε υπολογιστή υπάρχει σήμερα. Βέβαια αυτό το μαγικό όργανο που διαθέτουμε και που στον καθένα από εμάς είναι διαφορετικό -όσο διαφορετικοί είμαστε άλλωστε κι οι άνθρωποι μεταξύ μας- σχεδόν καθημερινά πέφτει σε λάθη και παρερμηνεύσεις, μιας και έχει αρκετούς περιορισμούς στον τρόπο λειτουργίας και σκέψης του.

Γιατί η αλήθεια είναι ότι καθένας από εμάς είναι ο ένας και μοναδικός σκηνοθέτης, ο ένας και μοναδικός σεναριογράφος της δικής του ζωής. Αυτό σημαίνει ότι σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο, χρησιμοποιεί το «λογισμικό» του διαφορετικά. Μόνο να αναλογιστείς πόσες φορές έχεις πιάσει τον εαυτό σου να προσπαθεί να ανακαλέσει παλιές αναμνήσεις και να δυσκολεύεται; Στο τέλος βέβαια να καλείσαι να πλάσεις μια ιστορία, η οποία μάλλον φαίνεται σωστή, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού σου δε θα έβαζες και το χέρι σου στη «φωτιά» γι’ αυτή. Άλλες φορές έχει θολώσει το μυαλό σου και θεωρείς ότι πρέπει να ακολουθήσεις την τακτική που έχεις αποφασίσει από την αρχή, ενώ στην πορεία όλες οι ενδείξεις οδηγούν σε αδιέξοδο, το οποίο και «αχνοφαίνεται» στον ορίζοντα (!).

Οι γνωστικοί ψυχολόγοι επισημαίνουν ότι οι άνθρωποι είμαστε επιρρεπείς σε γνωστικές προκαταλήψεις και πλάνες. Μιλάω γι’ αυτές τις εμμονικές δυσλειτουργίες που όλοι έχουμε -λίγο έως πολύ- στον τρόπο αντίληψης του κόσμου και του περιβάλλοντός μας. Είναι αυτοί οι μικροί «δαίμονες» μέσα μας που μας κάνουν συχνά  να παίρνουμε διφορούμενες αποφάσεις, να εξάγουμε εσφαλμένα συμπεράσματα, στρεβλώνοντας καταστάσεις και παρερμηνεύοντας ανθρώπους, κίνητρα και συμπεριφορές.

 

 

Σε αυτό το σημείο, θα σε πάω σε μια γνωστική προκατάληψη που ονομάζεται «προκατάληψη ψευδούς συναίνεσης». Σου έχει τύχει ποτέ να βρίσκεσαι σε μια παρέα φίλων και να πιστεύεις ότι όλοι οι φίλοι συμφωνούν με τα λεγόμενά σου αυτή τη στιγμή; Θα μου πεις: «Φυσικά και ναι. Γι’ αυτό άλλωστε είμαστε και φίλοι, γιατί συμφωνούμε στα περισσότερα θέματα». Κι όμως όλοι έχουμε πέσει στην παγίδα της ψευδούς συναινέσεως.

Η ψευδής συναίνεση είναι μια γνωστική προκατάληψη, η οποία μας οδηγεί στην υπερεκτίμηση της ορθότητας των απόψεων μας, των αξιών μας ή των προτιμήσεών μας. Με άλλα λόγια, πολύ συχνά σε μια παρέα ή όταν μιλάμε με τον σύντροφό μας ή σε μια κουβέντα με τους γονείς (ειδικά σε μικρές ηλικίες) έχουμε την εντύπωση και τη βεβαιότητα ότι τουλάχιστον οι δικοί μας άνθρωποι θα είναι σχεδόν πάντα σύμφωνοι με τις αντιλήψεις μας. Όμως η πραγματικότητα έρχεται να μας διαψεύσει.

Αυτό συμβαίνει με έναν περίεργο και υποσυνείδητο τρόπο, σαν να προσπαθούμε να διατηρήσουμε μια θετική εικόνα του εαυτού μας, σαν να θέλουμε να ενισχύουμε την αυτοεκτίμησή μας. Γι’ αυτό κι όταν διαπιστώσουμε ότι οι γνώμες των άλλων μπορεί να απέχουν άρδην από τη δική μας, κάποιες φορές αισθανόμαστε να διαταράσσεται ακόμη κι ολόκληρο το σύστημα των αντιλήψεών μας.

Γιατί όμως υποκύπτουμε τόσο συχνά σε τέτοιου είδους γνωστικές παρερμηνείες; H απάντηση είναι εύκολη αν σκεφτούμε μόνο ότι οι έρευνες σχετίζουν την ελκυστικότητα με την ομοιότητα. Με άλλα λόγια, συχνά οι άνθρωποι θεωρούμε ελκυστικό αυτό που μας μοιάζει, γιατί έτσι ενισχύουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε την αυτοπεποίθησή μας. «Αφού θεωρώ ωραίο αυτό το άτομο και έχουμε πολλά κοινά, με θεωρώ κι εμένα ωραίο και ελκυστικό», συλλογιζόμαστε σιωπηλά… Επίσης, έρευνες έχουν δείξει ότι ακόμη και αν συχνά επιλέγουμε έναν ερωτικό σύντροφο με διαφορετικά από εμάς χαρακτηριστικά, σε περιπτώσεις των μακροχρόνιων και ευτυχισμένων σχέσεων τείνουμε να αποκτούμε περισσότερα παρόμοια χαρακτηριστικά και να παρουσιάζουμε μεγαλύτερη ομοιότητα.

Όπως λένε κι οι ψυχολόγοι φαίνεται να είμαστε «προγραμματισμένοι» να περιμένουμε ότι οι άλλοι θα συμφωνήσουν μαζί μας κι όχι ότι θα διαφωνήσουν. Αυτό μας ενθαρρύνει να προβάλλουμε τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις μας σε άλλους. Έτσι, σιγά σιγά τείνουμε να εστιάζουμε σε όσους συμπορεύονται με εμάς.

‘Εδώ βέβαια έρχεται και «κουμπώνει» άλλη μια πολύ συνηθισμένη γνωστική προκατάληψη, αυτή της «αυτοεπιβεβαίωσης». Είναι η εγγενής μας τάση να αφομοιώνουμε ερεθίσματα και πληροφορίες, τα οποία είναι ήδη συμβατά και σύμφωνα με τα πρότυπά μας και τις αξίες μας. Μας αρέσει λοιπόν να συμφωνούμε με τους ανθρώπους που συμφωνούν μαζί μας. Γι’ αυτό άλλωστε και θα επισκεφτούμε πιο εύκολα ιστοσελίδες που εκφράζουν τις πολιτικοκοινωνικές μας απόψεις. Γι’ αυτό θα συσχετιστούμε με ανθρώπους που έχουμε να μοιραστούμε παρόμοιες ιδέες και γούστα. Γι’ αυτό μας βγαίνει με μια ανεξήγητη φυσικότητα να απορρίπτουμε άτομα ή πηγές ειδήσεων που μας κάνουν να νιώθουμε άβολα ή ανασφάλεια για τις αξίες μας.

Η γνωστική ασυμφωνία λοιπόν, για την οποία είχε μιλήσει ο Κοινωνικός Ψυχολόγος L. Festinger, δεν είναι επιθυμητή και ο ανθρώπινος εγκέφαλος θα αρχίζει να χτίζει ιδέες, σχήματα, ευρετικές και ό,τι άλλο τέχνασμα μπορείς να φανταστείς για να την αποφύγει. Θα αναφέρουμε, θα συγκρατήσουμε, θα χρησιμοποιήσουμε πιο πολύ εκείνες τις προοπτικές που μεγεθύνουν και επιβεβαιώνουν τις προϋπάρχουσες απόψεις μας. Θα αγνοούμε, θα απορρίπτουμε, ή θα αμφισβητούμε την εγκυρότητα απόψεων που πάνε να γκρεμίσουν την κοσμοθεωρία μας.

Την επόμενη φορά που θα πιάσεις τον εαυτό σου να θεωρείς αυτονόητη τη συμφωνία με κάποιο πολύ δικό σου άτομο, σκέψου ότι όσο πιθανό είναι να συμφωνεί μαζί σου άλλο τόσο πιθανό είναι να διαφωνεί. Αποδέξου ότι μπορεί να έχει τις πληροφορίες ή τις γνώσεις που εσύ δεν τυχαίνει να έχεις, οπότε τι θα χάσεις να είσαι ανοιχτός να ακούσεις και κάτι διαφορετικό; Άλλωστε μέσα από τις συγκρούσεις έρχονται και τα διαφορετικά και τα δημιουργικά. Μη φοβηθείς να τα δεχτείς!

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.