Έχετε ακούσει ίσως το σλόγκαν «αλκοόλ· γιατί καμιά ενδιαφέρουσα βραδιά δεν ξεκίνησε με σαλάτα». Προσωπικά δε με βρίσκει σύμφωνη, γιατί ξέρω πολλές εξαιρετικές ιστορίες με σαλάτες, αλλά το θέμα μας δεν είμαι εγώ- ούτε οι σαλάτες. Το θέμα μας είναι το αλκοόλ. Το λίγο, το λίγο παραπάνω και το πολύ. Αυτό που μας μεθάει. Αλήθεια, γιατί μεθάμε;

Πριν απαντήσουμε σε αυτό ας δούμε τι συμβαίνει στον οργανισμό μας όταν εισέρχεται αλκοόλ. Αρχικά, όπως είναι αυτονόητο, το γευόμαστε. Το αλκοόλ έρχεται σε επαφή με τη γλώσσα και τον ουρανίσκο. Εκεί είναι που παίρνουμε τα πρώτα αρώματα, τις πρώτες γεύσεις και την πρώτη ζαλάδα. Από ‘κει και πέρα το αλκοόλ κάνει την πορεία του στον οργανισμό, κατεβαίνει στον οισοφάγο και καταλήγει στο στομάχι και το έντερο. Αυτή ακριβώς η πορεία είναι και ο λόγος που, όταν το αλκοόλ γίνει παραπάνω, πονάει η κοιλιά μας, μας ενοχλεί το στομάχι μας, νιώθουμε ναυτία ή καταλήγουμε να κάνουμε εμετό. Αλλά κι ο οισοφάγος ενοχλείται με καούρες, ενώ το στόμα αποκτά μια στιφή κι ενοχλητική γεύση. Όλα αυτά στο πολύ αλκοόλ. Γιατί όταν αυτό είναι ελεγχόμενο τα συναισθήματα και οι αισθήσεις είναι άλλα.

Ας ορίσουμε, όμως, το πολύ και το λίγο. Σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες, το ανώτερο αποδεκτό όριο είναι μια μερίδα αλκοόλ ανά ημέρα για τις γυναίκες και δύο για τους άντρες. Το πόσο είναι η μια μερίδα εξαρτάται από το ποτό, αλλά αφορά περίπου σε 1 κουτάκι μπίρα, 1 μικρό ποτήρι κρασί κι ακόμα λιγότερη ποσότητα από πιο «βαριά» ποτά- περίπου 45 ml. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε, επίσης, είναι ότι το αλκοόλ για να μεταβολιστεί, άρα να πάψει να κυκλοφορεί στον οργανισμό, πάει στο συκώτι. Το οποίο συκώτι, όμως, μπορεί να μεταβολίσει με ρυθμό μια μερίδα την ώρα. Η παραπάνω ποσότητα παραμένει και κυκλοφορεί στον οργανισμό μέχρι να έρθει η σειρά της να διασπαστεί κι εν τω μεταξύ κάνει τη «δουλειά» της.

Δηλαδή και με απλά λόγια, μας χαρίζει μια ζαλάδα που φέρνει μια χαλαρότητα στις πρώτες παραπάνω γουλιές, αλλά όταν αυτές γίνουν πολλές, γίνεται ναυτία και δυσφορία. Και τότε γιατί μεθάμε; Γιατί δε σταματάμε στο πρώτο ποτό παρά συνεχίζουμε; Κι αν συνεχίζουμε γιατί δε σταματάμε στις επόμενες γουλιές που ακόμα βρισκόμαστε στη χαλαρότητα, παρά προχωράμε σε επόμενα ποτά με τις γνωστές συνέπειες;

Την πρώτη φορά που μεθά κανείς πολύ πιθανό είναι να μην ξέρει τι πρόκειται να συμβεί. Πολλά από αυτά που συμβαίνουν άλλωστε μπορεί να μην είναι σε θέση να τα θυμηθεί. Οπότε κι είναι πιθανό να επαναληφθεί το μεθύσι. Γιατί το πάθημα δεν έγινε μάθημα. Ωστόσο, για να είμαστε ειλικρινείς, υπάρχει κάποια στιγμή που καθένας καταλαβαίνει ότι αυτό που γίνεται αρχίζει και τον χαλάει. Γιατί δε σταματά εκεί; Ας το δούμε με ένα παράδειγμα. Έχετε δει όσους ανεβαίνουν για να κάνουν ελεύθερη πτώση από ψηλά κτήρια ή bungee jumping πάνω από γέφυρες που αιωρούνται πάνω από γκρεμούς; Αν τους παρατηρήσετε θα δείτε ότι ακολουθούν δύο μοτίβα για να φτάσουν να κάνουν το -κατά κοινή αποδοχή παράτολμο- εγχείρημα. Είτε παίρνουν φόρα και βουτούν χωρίς να κοιτούν είτε φτάνουν ως την άκρη και κοντοστέκονται. Όσοι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία έχουν σχεδόν μισές μισές πιθανότητες να συνεχίσουν ή να γυρίσουν πίσω.

Το ίδιο συμβαίνει και με το αλκοόλ. Στην πρώτη κατηγορία, ένας άνθρωπος απλώς πίνει ασταμάτητα και συνεχόμενα. Αυτό είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μεθύσι και μάλιστα άσχημης μορφής, γι’ αυτό και πολύ συχνά θα χρειαστεί ακόμα και νοσοκομειακή φροντίδα. Στη δεύτερη κατηγορία, ένας άνθρωπος ξεκινά να πίνει κι όταν αρχίζει και τον ενοχλεί διακόπτει για λίγο. Είναι η στιγμή που είτε θα καταλάβει ότι πρέπει να σταματήσει είτε θα συνεχίσει. Μπορεί, όμως, να σταματήσει; Όχι πάντα, είναι η απάντηση. Κι αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που μεθάει κανείς. Γιατί το αλκοόλ προσελκύει το αλκοόλ και κάνει μια παροδική, ή πιο μόνιμη, εξάρτηση.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η δράση του στο νευρικό σύστημα που ανοίγει τον δρόμο για ένα παροδικό ή πιο μόνιμο εθισμό, ανάλογα με τη χρήση που κάνει κανείς. Υπάρχει, λοιπόν, περίπτωση, κάποιος να νιώσει ότι θέλει να διακόψει αλλά να μην μπορέσει. Υπάρχουν, όμως κι εκείνοι που βγαίνουν συνειδητά κι οργανωμένα με σκοπό για να πιουν 5-6 ποτά σε ένα βράδυ και κάνουν binge drinking (υπερκατανάλωση αλκοόλ). Τέλος, υπάρχουν άνθρωποι, που επιλέγουν να μεθύσουν γιατί αυτό κατά την εκτίμησή τους τούς επιτρέπει να μεταφερθούν σε ένα άλλο επίπεδο σκέψης και συμπεριφοράς. Η παράλυση και η χαλαρότητα που επιφέρει το αλκοόλ αλλά και η δικαιολογία πίσω από αυτό, τους κάνει να νιώθουν ότι μπορούν να πουν και να κάνουν πράγματα που υπό άλλες συνθήκες δε θα μπορούσαν ή δε θα τολμούσαν.

Πέρα από το οργανικό ταρακούνημα και το συμπεριφορικό ανεξέλεγκτο που συνοδεύει το υπερβολικό αλκοόλ, πέρα από το ρίσκο για το σώμα μας, την ασφάλεια, την υγεία αλλά και την ψυχική μας ισορροπία, υπάρχει, και μια δράση του που είναι, μάλλον και η απάντηση στο γιατί μας αρέσει να μεθάμε. Η στόχευσή του στο νευρικό σύστημα αναφέρθηκε ήδη αλλά τώρα ήρθε η ώρα να αναλυθεί λίγο παραπάνω. Γιατί το αλκοόλ φτάνει στο κεντρικό νευρικό σύστημα, κατά βάση στον εγκέφαλό μας κι εκεί παίζει το παιχνίδι του. Και, η αλήθεια είναι ότι, είναι ένα παιχνίδι αρκούντως δελεαστικό. Γιατί οι ορμόνες που απελευθερώνονται είναι σε μεγάλο βαθμό αυτές που απελευθερώνονται και στην επαφή. Είναι αυτή η διάσταση της ευφορίας και της απόλαυσης που δεν είναι εύκολο να αγνοήσει κανείς.

Κι όχι μόνο δεν μπορεί να την αγνοήσει αλλά αν την έχει συναντήσει μια φορά, μπορεί να την αναζητήσει και μια επόμενη. Το παιχνίδι, άλλωστε, συνεχίζεται σε ένα ακόμα επίπεδο. Σε αυτό της δημιουργίας μιας (ψευδ)αίσθησης παντοδυναμίας. Κι είναι κάποιες φορές τόσο ανακουφιστική η αίσθηση αυτή. Κι είναι φορές που τόσο ανάγκη έχει ένας άνθρωπος να έρθει κάποιος και να του πει «έλα, ξεκίνα, πες το, κάνε το, τό μπορείς, είσαι ο καλύτερος, είσαι δυνατός, το ‘χεις» . Και το αλκοόλ το κάνει πολύ καλά αυτό. Γίνεται φίλος πιστός κι υποστηρικτικός. Που μένει δίπλα κι ενισχύει. Μέχρι να αρχίσει το σώμα να δυσκολεύεται βέβαια.

Φίλος στη μοναξιά, στη δυσκολία, στην παρέα και στην ευχάριστη βραδιά, το αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε μεθύσι κι είναι φορές που αυτό είναι ωραίο. Μα είναι ωραίο όταν γίνει μια φορά, όταν γίνει σε ασφαλές περιβάλλον και με ανθρώπους που εμπιστευόμαστε και φυσικά, χωρίς να φτάσει σε ακραία επίπεδα. Όσο για το αίσθημα παντοδυναμίας, το είπαμε ήδη το μυστικό. Παιχνίδι με τον εγκέφαλο είναι. Και το αλκοόλ δεν είναι το μόνο που μπορεί να παίξει με αυτόν. Μπορεί οι ίδιοι να μπορούμε να τα καταφέρουμε εξίσου καλά ή κι ακόμα καλύτερα!

Συντάκτης: Ελένη Καραχανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου