Είναι μερικές αλήθειες που καλό είναι να θάβονται όσο πιο βαθιά γίνεται. Να μην τις γνωρίζει κανείς, να μην τις παραδέχεσαι καν στον εαυτό σου, να τις αφήνεις να φωλιάζουν στα πιο απόκρυφα σημεία. Να τις κλειδώνεις εκεί που δε θα ‘χουν τη δύναμη να βλάψουν κανέναν. Να μπορείς να συνεχίζεις τη ζωή σου, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Δεν είναι κάτι παράλογο, άλλωστε. Κρύβουμε τόσα πράγματα καθημερινά, που ένα παραπάνω δε θα φέρει την καταστροφή. Αυτή τη φορά, όμως, την έφερε, κι ας μην το ήξερε κανείς -κανείς εκτός από ‘μένα.

Δεν είναι καλό να ζηλεύεις. Η ζήλια είναι δηλητήριο που εξαπλώνεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Κάνει σπίτι της κάθε άδειο σώμα που θα βρει και μέρα με τη μέρα μεγαλώνει όλο και πιο πολύ. Πηδάει ανάμεσα σε έρωτες και φιλίες, κοντοστέκεται και περιμένει να δει το καταστροφικό της έργο.

Δε μου αρέσει να ζηλεύω. Το να ποθείς κάτι που έχει άλλος, αμέσως σε κάνει μικρό. Υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα πάνω στη Γη. Δεν έχεις δικαίωμα να ζητάς εκείνο το μοναδικό που δεν μπορείς να ‘χεις. Εξάλλου, ένας μεγάλος φιλόσοφος είχε πει κάποτε πως «ο άνθρωπος δε χρειάζεται αυτό που δε γνωρίζει». Κρίμα που δεν είδε ποτέ πως υπάρχουν κι εξαιρέσεις.

Μας εξιτάρει αυτό που δεν (μπορούμε να) έχουμε. Μας κάνει να μην κλείνουμε τα μάτια μας το βράδυ, να στριφογυρνάμε στα παπλώματα και να χάνουμε τη βολή μας. Αν με ρωτούσες πιο παλιά, θα σου έλεγα πως είναι ντροπή να αναζητάς εκείνο που ανήκει αλλού. Έτσι ένιωθα κάθε φορά που σε έβλεπα. Με κερνούσα μια ενοχική ντροπή κάθε φορά που ξέκλεβα μερικά δευτερόλεπτα για να σε παρατηρήσω. Πίστευα πως εκείνη την ώρα καταλάβαινες τις προθέσεις μου και γρήγορα γυρνούσα το βλέμμα μου. Νόμιζα πως μπορούσες να αποκρυπτογραφήσεις κάθε κίνηση που έκανα, κάθε λέξη που έβγαινε ή δεν έβγαινε απ’ το στόμα μου. Ένιωθα όλα τα βλέμματα να κοιτάνε εμένα, κι οι τύψεις με επισκέπτονταν σε κάθε ακατάλληλη σκέψη που περνούσε απ’ το μυαλό μου.

Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Περισσότερο με εμένα τα βάζω, γιατί είμαι τυπική σε κάτι τέτοια. Δεν κοιτάμε σχέσεις άλλου. Απλά δεν υπάρχει για εμάς αυτός ο άνθρωπος. Αυτά που δε θέλουμε να κάνουν σε εμάς, δεν τα κάνουμε σε άλλους∙ μας το ‘μαθαν απ’ το δημοτικό. Με αυτά τα κουτάκια περνούσα τη ζωή μου και μπορώ να πω ότι ήμουν πάρα πολύ ευχαριστημένη με τον εαυτό μου. Δεν ενοχλούσα κανέναν. Μέχρι που εμφανίστηκες εσύ.

Ενδόμυχα περίμενα ώρες να σε δω. Ανυπομονούσα μήπως και μου δώσεις αυτό το βλέμμα που περίμενα καιρό. Δεν έκανα καμία απρεπή κίνηση, απλώς σε χάζευα απ’ τη γωνία μου. Να γελάς, να μιλάς κι ώρες-ώρες να μου χαμογελάς, χωρίς να καταλαβαίνεις τις εκρήξεις που γινόντουσαν στο κεφάλι μου.

Κάθε φορά ήθελα να βρω μέρος να κρυφτώ. Πώς γίνεται, εγώ η τυπική, που ποτέ δεν παρεκτρεπόμουν, που καταδίκαζα κάθε τέτοιο φαινόμενο, να την πατήσω με ‘σένα; Τέτοια ντροπή είχα να νιώσω από τότε που με έπιασε η δασκάλα μου να αντιγράφω στην πρώτη δημοτικού.  Μη γελάς, δεν είναι αστείο.

Ξέρεις πώς είναι να θέλεις κάτι που σου απαγορεύει η ηθική σου όχι να ‘χεις αλλά ακόμα και να διεκδικήσεις; Δε θα έκανα ποτέ καμία κίνηση να σε αποκτήσω. Δε θα περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό μου να σε κλέψω. Είσαι αλλού κι εγώ πρέπει να με φέρω στα καλά μου. Αλλά όσες φορές μου απαγορεύω να σε σκέφτομαι, άλλες τόσες έρχεσαι στο μυαλό μου. Ντροπή μου που σε κοιτάω να την φιλάς και σκέφτομαι εμένα στη θέση της. Θέλω να φύγω, αλλά κάτι με κρατάει.

Και τώρα που χωρίσατε, να η ευκαιρία μου, θα έλεγε κανείς. Αλλά δε θα κάνω τίποτα. Ήσουν αλλού κι εκεί θα παραμείνεις. Κάποια στιγμή θα ξεχάσω. Θα σταματήσω να αναρωτιέμαι πώς είναι το φιλί σου, πώς ερωτεύεσαι, πώς αγκαλιάζεις. Θα ‘ναι σαν να πέρασες και να μην ακούμπησες.

Εξάλλου, τι να σου πω και ‘σένα; Δεν ήξερες καν τι γινόταν στο κεφάλι μου.  Εσύ απλά γούσταρες την παρέα που κάναμε. Κι, αλήθεια, περνούσαμε καλά. Ήσουν ο εαυτός σου. Δε σε ένοιαζε το μετά. Κι εγώ, μαζί σου, δε φοβόμουν.

Τόσα σενάρια στο μυαλό μου, κι όλα πήγαν χαμένα. Καλά έκαναν. Είσαι μια ιδέα που δε γίνει ποτέ πράξη, μια ιδέα που με τυραννάει. Δε θέλω να σε σκέφτομαι, γιατί δε μου επιτρέπω να σε θέλω. Γι’ αυτό, να χαρείς, μη με κοιτάς, μη μου γελάς. Δεν πρέπει. Πολλά «δεν».

Ελπίζω να τα κρατήσω, περιμένοντας την ημέρα που θα ξημερώσει κι εσύ θα ‘σαι παρελθόν.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη