Από μικροί μας έλεγαν πως πρέπει να προσέχουμε με τους ανθρώπους γύρω μας. Να μην εμπιστευόμαστε εύκολα, να έχουμε επιφυλάξεις. Να επιλέγουμε τους ανθρώπους μας προσεχτικά και να είμαστε σίγουροι γι’ αυτούς. Να μη χαρακτηριζόμαστε από αφέλεια, να μην εθελοτυφλούμε.

Έτσι σιγά-σιγά μάθαμε να χτίζουμε τα δικά μας, προσωπικά τείχη. Ο καθένας τα ορίζει όπως θέλει και πάντα εκείνος επιλέγει κατά πόσο θα τα περάσει κάνεις. Άλλοι διαλέγουν να είναι ανοιχτοί σε ό,τι τους φέρνει η ζωή, να μην κλείνουν πόρτες. Να δίνουν πάντα μία ευκαιρία χωρίς να το σκεφτούν πολύ. Άλλοι όμως επιλέγουν να μένουν κρυμμένοι στο καβούκι τους. Μεταξύ μας, οι περισσότεροι θα ήθελαν να ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Αυτό που αποφασίζεις να είσαι σχεδόν αισιόδοξος, χωρίς να προκαταβάλλεις καταστάσεις, να δίνεις στους ανθρώπους ευκαιρίες.

Όμως όχι. Όσο και να το θέλουμε, δε γίνεται. Δεν μπορούμε να μην έχουμε τείχη σαν άνθρωποι, είναι σχεδόν αδιανόητο. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε πάντα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να προστατεύσουμε τον εαυτός μας, έτσι μαθαίνουμε ή τουλάχιστον αναγκαστήκαμε να μάθουμε λόγω των καταστάσεων που ζούμε.

Αυτό όμως γίνεται τρόπος ζωής. Κι έτσι μαθαίνεις. Δεν αφήνεις κανέναν να δει κάτι παραπάνω από αυτό που δείχνεις. Κι αν περνάει κι απ’ το χέρι σου δε δείχνεις και τίποτα.  Όσο περνάει ο καιρός συνηθίζουμε σε αυτό και πιστεύουμε πως έχουμε χτίσει τόσο καλά τα τείχη γύρω μας που θεωρούμε τον εαυτό μας άτρωτο. Δε μας ενδιαφέρει που δε ζούμε ορισμένα πράγματα, δίνουμε βάση μόνο στο να μην περάσει κάνεις αυτό που έχουμε φτιάξει. Κλείνουμε μόνοι μας τον εαυτό μας στον ψηλό πύργο, νομίζοντας πως δε θα έχουμε ανάγκη κανέναν να μας βγάλει από εκεί.

Έτσι περνάνε οι άνθρωποι απ’ τη ζωή μας, τους γνωρίζουμε και τους συγκρίνουμε με άλλους που κατάφεραν να περάσουν τα τείχη μας. Πόσες ευκαιρίες χάσαμε όμως. Πόσες φορές αποφύγαμε την ευτυχία που τόσο κυνηγάμε. Με την πρόφαση της προστασίας πληγώνουμε εμείς οι ίδιοι τους εαυτούς μας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Ουσιαστικά αποφασίζουμε από μόνοι μας να μη ζούμε. Κι ο χρόνος περνάει. Συγκρίνουμε με τους προηγούμενους και χάνουν οι επόμενοι. Είναι αστείο πόσα πράγματα δε βλέπουμε, πόσα συναισθήματα αποφεύγουμε να νιώσουμε.

Και κάποια στιγμή έρχεται κάτι εντελώς καινούργιο, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα. Προσπαθείς να βρεις με τι να το συγκρίνεις κι αποτυγχάνεις γιατί ξέρεις ότι δεν υπάρχει κάτι σαν αυτό. Δεν είναι κάτι σπουδαίο, ούτε αξιοπρόσεκτο. Είναι καινούργιο. Είναι σαν να έχεις προγραμματίσει ένα μηχάνημα να μη δέχεται εκατό πράγματα και κάποια στιγμή να έρχεται το ένα που απλώς περνάει μόνο του, χωρίς να προσπαθήσει καν και να τα κάνει όλα πουτάνα.

Εκεί τι κάνεις; Θυμώνεις με εκείνο ή με εσένα; Θεωρείσαι ανίκανος να σε προστατέψεις ή έτυχε μία περίπτωση που απλώς δεν τα κατάφερες; Δύσκολα να τα βάλεις με τον εαυτό σου. Θυμώνεις που κάποιος κατάφερε να γκρεμίσει αυτό που εσύ τόσο καιρό έχτιζες. Μετά ο θυμός ξεθυμαίνει. Ο καθένας χρειάζεται το χρόνο του για να το συνειδητοποιήσει. Προσπαθείς να φερθείς λογικά, θα τα καταφέρεις όμως; Άλλοι το δέχονται, άλλοι το απορρίπτουν.

Ποιος δε θέλει το καινούργιο; Ναι, ο φόβος υπάρχει, αλλά τι νόημα έχει να ζεις μέσα σε ένα καβούκι; Πώς μπορείς μετά να αποκαλείς αυτό που κάνεις «ζωή»; Και τα μούτρα σου να φας, τουλάχιστον ξέρεις ότι έχεις ζήσει. Ότι έχεις αφήσει τον εαυτό σου. Ότι δε δείλιασες, δεν τα παράτησες.

Είναι σαν το πρώτο μπάνιο του χρόνου. Μπαίνεις σιγά-σιγά, δοκιμάζεις αν μπορείς να αντέξεις το κρύο. Άλλοι τρέχουν απ’ την άμμο και μπαίνουν αμέσως, λες και δε θα νιώσουν το κρύο να εξαπλώνεται στο σώμα τους. Άλλοι παίρνουν το χρόνο τους, προσπαθούν να το συνηθίσουν. Ένα βήμα τη φορά.

Θαρραλέοι άνθρωποι υπήρχαν και θα υπάρχουν, είναι αυτοί που δεν υπολογίζουν τίποτα κι απλώς ορμάνε. Καλύτερα όμως να ανήκεις στην κατηγορία που μπαίνει με σταδιακό ρυθμό γιατί αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να κρυώσεις πάρα πολύ.

Όσο δύσκολο κι αν ακούγεται, πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε αυτά που μας φέρνει η ζωή. Ξέρω, δε γίνεται απ’ την μία μέρα στην άλλη, αλλά τουλάχιστον έτσι θα δώσουμε χώρο στη ζωή μας σε ανθρώπους που το αξίζουν ή μπορεί κι όχι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ρίσκο από μόνη της. Απλά προσπαθείς και βλέπεις. Κι αν πέσεις και κάτω, βρε αδερφέ, το σίγουρο είναι ότι θα σηκωθείς ξανά.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη