Δεν ήξερα τι να σου γράψω. Το σκέφτομαι μέρες, αλλά και πάλι δεν καταλήγω πουθενά. Θα ήταν ανώφελο να σπαταλήσω χρόνο και χαρτί. Το ίδιο ανώφελο με το να κοιτάω το ημερολόγιο και να μετράω μέρες.

Σταμάτησα πλέον να τις μετράω. Μπορεί να βαρέθηκα, μπορεί και να ξεχάστηκα. Ίσως να παραμυθιάζω τον εαυτό μου και στην πραγματικότητα να πέρασαν τόσες πολλές που στο τέλος να έχασα το μέτρημα. Αλλά αυτός ο εγωισμός, αυτός φταίει που δεν το παραδέχομαι.

Τι να σου κάνει κι αυτός ο χρόνος; Κυλάει, όπως όλα τα υπόλοιπα πράγματα στον κόσμο που έχουν μία αρχή κι ένα τέλος. Κι αν αυτά έχουν τον δρόμο τους, εγώ δυστυχώς έμεινα στάσιμη. Ωστόσο, το πάλεψα με νύχια και με δόντια.

Προσπάθησα να γράψω γράμματα νίκης, γράμματα πανηγυρισμού. Γράμματα που δε μιλάνε για τέλος, αλλά μόνο για αρχή. Μόνο που ξέχασα πως για να έρθει μια αρχή, πρέπει να υπάρξει κι ένα τέλος.

Μία γραμμή, δυο γραμμές, τρεις και φτάσαμε στο μήνα. Αν και θεωρώ υπερβολικά παιδιάστικο να σβήνω μέρες, με βοηθάει στο να θυμάμαι. Να θυμάμαι εκείνη την ημέρα που άνοιξες την πόρτα, έφυγες και δεν ήρθες ποτέ. Να θυμάμαι εσένα. Να θυμάμαι εμένα, να προσπαθώ κι εσύ να με κοιτάς με αυτό το άδειο βλέμμα.

Μόνο που τώρα έχω αρχίσει και ξεχνάω. Ξεχνάω τις χαρές και τις λύπες. Χάνω στον αγώνα που δίνω για να σε περιγράψω με λέξεις. Θα είναι άδικο για ‘σένα. Δε θέλω να σου φορέσω χιλιοειπωμένες λέξεις, ούτε να γίνεις ένας απ’ αυτούς. Άλλωστε, δεν ήσουν ποτέ σαν αυτούς.

Κι αν η απώλεια τους ανθρώπους τους σκληραίνει, εμένα με έκανε ένα με το πάτωμα. Κι αν θυμώνω που δεν μπόρεσα ποτέ να σε ξεχάσω είναι επειδή εσύ το κατάφερες αυτό. Κι αν παλεύω κάθε βράδυ να κοιμηθώ, είναι επειδή περιμένω έστω και για λίγο να σε δω. Να μου έρθουν πάλι στο μυαλό τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, ο τρόπος που μου χάιδευες τα μαλλιά λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, τα χέρια σου που με άγγιζαν με τόση ευλάβεια και προσοχή, λες και θα έσπαγα.

Κι αν εσύ φοβόσουν ότι θα μοιραζόμουν σε λίγα κομμάτια, να ξέρεις ότι έσπασα σε χιλιάδες. Μόνο που εγώ δε φοβόμουν ούτε το είχα σίγουρο. Βλέπεις, έκανα το λάθος να αφεθώ τόσο πολύ, που ξεχάστηκα. Κι αν εσύ με ξέχασες δέκα, εγώ παλεύω ακόμα για τη μία.

Πάντα έλεγες ότι οι άνθρωποι όταν φεύγουν, κάποιο λόγο θα έχουν. Εγώ δεν έμαθα ποτέ το δικό σου κι όσο ψάχνω, ακόμα σε αδιέξοδο βρίσκομαι. Αλλά κι όταν φεύγουν, μένουν για πάντα κάπου μέσα μας. Κι όσο κι αν προσπάθησα να σε ξεριζώσω, πάντα βρισκόσουν  μπροστά μου. Είτε με μια φωτογραφία, είτε με μια ανάμνηση που πεταγόταν εξαιτίας μιας λεπτομέρειας που παρατήρησα στο δρόμο. Ήσουν εκεί, να μου υπενθυμίζεις μια απουσία που δεν επέλεξα. Μια απουσία που προσπάθησα να αποφύγω.

Κι όταν μου τραγουδούσες το «τι να θυμηθώ» στεκόσουν στον στίχο «πες μου πως θα ‘ρθεις πριν να σβήσουνε οι φάροι» και με κοιτούσες με αυτό το βλέμμα, γεμάτο υποσχέσεις που θα κρατούσαν όσο κρατούσε η αγάπη σου για ‘μένα. Πού να φανταστώ ότι θα ήσουν ο πρώτος που θα έφευγε.

Γιατί οι φάροι ποτέ δε σβήνουν. Και κοίτα να δεις που οι φάροι έσβησαν κι εσύ τελικά έφυγες. Και εγώ έμεινα εδώ, να πνίγομαι με τις λέξεις που ποτέ δεν μπόρεσα να ξεστομίσω και στην τελική δεν μπόρεσαν καν να χωρέσουν ό,τι ήθελα να πω. Γιατί δεν πρόλαβα να πω το «σ’ αγαπώ» που ήθελα. Ούτε να σε σταματήσω πριν φύγεις. Δεν πρόλαβα καν να σε χαιρετήσω.

Κι αν εσύ δεν έμεινες εδώ, ήταν ξεκάθαρα επιλογή σου. Γιατί εγώ σε σχέση με σένα προσπάθησα για ‘μας, σε σημείο που ξεπέρασα τον εαυτό μου. Κι αν τα παράτησες, ήταν επειδή ήσουν τόσο δειλός να παραδεχτείς πως κι εσύ μια φορά στη ζωή σου αγάπησες.

Κι αν άργησες πολύ, ήταν επειδή εγώ έμεινα εδώ να σε περιμένω.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη