Παρκάρω και κατεβαίνω γρήγορα απ’ το αμάξι. Έχει πάει δυο και μισή το πρωί και ξυπνάω στις οχτώ. Αλλά εγώ είμαι εδώ. Φτάνω στην πολυκατοικία και χτυπάω το κουδούνι με το όνομά σου. Πόσο περίεργο που στο κουδούνι γράφεις μόνο το μικρό σου κι όχι το επίθετο; Λες κι υπάρχεις εσύ κι άλλος κανείς με αυτό το όνομα. Νυστάζω τόσο πολύ, αλλά η επιθυμία μου να σε δω τα υπερνικάει όλα∙ νύστα, κούραση, τα πάντα.

Περιμένω να μου ανοίξεις. Περνάνε είκοσι δευτερόλεπτα το πολύ, αλλά στο μυαλό μου έχουν περάσει τουλάχιστον δύο λεπτά. Μπορεί να φταίει η κούραση, μπορεί να φταίει και το ότι μου έχεις λείψει τόσο. Μου ανοίγεις και βρίσκομαι ήδη μέσα στην πολυκατοικία. Σκάλες ή ασανσέρ; Ποιο ασανσέρ, σκέφτομαι. Μέχρι να το καλέσω, να έρθει, να μπω και να πατήσω το κουμπί θα έχουν περάσει σίγουρα άλλα δύο λεπτά -δηλαδή, τριάντα δευτερόλεπτα κι αν. Είναι απίστευτο το πώς έχεις καταφέρει να αλλάξεις τόσο την έννοια του χρόνου στο μυαλό μου. Ίσως γιατί πάντα μου λες πως ο χρόνος δεν υφίσταται. Ίσως γι’ αυτό όταν πρόκειται για σένα αδυνατώ να τον υπολογίσω.

Ανεβαίνω σκάλες, γρήγορα, αλλά σταθερά. Με εκείνο τον ρυθμό που θες να βιαστείς, αλλά δε θες να το δείξεις κιόλας. Συσσωρεύω ανυπομονησία αργά κι εξίσου σταθερά. Πλησιάζω την εξώπορτά σου και λίγο πριν πατήσω το κουδούνι, μου ανοίγεις.

Μου χαμογελάς, με πιάνεις απ’ το χέρι και με τραβάς μέσα. Μου δίνεις ένα φιλί πεταχτό. Ίσα-ίσα για να μην ξεχάσω πόσο λατρεύω τα φιλιά σου. Μου λες «βγάλε τα παπούτσια και έλα μέσα, σε περιμένω στο σαλόνι».

Τα βγάζω, τρέχω μέσα και προσγειώνομαι στον καναπέ δίπλα σου. Δε λέμε τίποτα. Σε παίρνω μία τεράστια αγκαλιά και σου χαϊδεύω τα μαλλιά. Με σπρώχνεις λίγο πιο πέρα και με μία κίνηση ξαπλώνεις πάνω μου κι ακουμπάς το κεφάλι σου στα πόδια μου. Είσαι η πιο δυνατή αναστάτωσή μου, το έχεις καταλάβει άραγε;

Λατρεύω τα μάτια σου και τα χείλη σου. Νομίζω πως λατρεύω καθετί πάνω σου∙ τα μαλλιά σου, τα χέρια σου, τα δάχτυλά σου. Λατρεύω τον τρόπο που γελάς. Τον τρόπο που απαντάς στο τηλέφωνο και τον τρόπο που με ξυπνάς κάθε πρωί ζητώντας μου εκείνη την πολυπόθητη κούπα καφέ που θες να πιούμε μαζί στο κρεβάτι.

Λατρεύω τον τρόπο που πανηγυρίζεις κάθε μικρή ή μεγάλη επιτυχία σου κι αυτό το γλυκό, μελαγχολικό σου βλέμμα όταν κάτι πάει στραβά ή βγαίνει εκτός ελέγχου.

Λατρεύω τη φωνή σου κι όταν μου τραγουδάς. Τον τρόπο που παίζεις κιθάρα και το βλέμμα σου που καρφώνεται πάνω μου στους πιο ωραίους στίχους. Κάθε φορά που μου τραγουδάς όταν πλένω τα πιάτα και κάθε φορά που γελάς και μου λες πως άλλοι θα πλήρωναν για κάτι τέτοιο. Είσαι η πιο όμορφη μελωδία μου, το ξέρεις;  Και δε θα την άλλαζα για κανένα άλλο τραγούδι και για καμία άλλη φωνή.

Είσαι το καλοκαίρι που περιμένω πώς και πώς να έρθει γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τη θάλασσα αν δεν είσαι κι εσύ δίπλα μου να κάνουμε βουτιές και να ξαπλώνουμε στην άμμο.  Είσαι τα ηλιοβασιλέματα που θα αντικρίσουμε μαζί και τα πρώτα παγωτά που θα γευτούμε.

Νομίζω πως πλέον πρέπει πια να το αποδεχτώ. Είσαι και θα είσαι ο πιο γλυκός αποσυντονισμός μου.

 

Συντάκτης: Θαλεία Σόκαλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη