Να ξεκινήσουμε κάνοντας την αυτοκριτική μας; Ας παραδεχτούμε, λοιπόν, ότι ως έναν βαθμό -μικρότερο ή μεγαλύτερο- είμαστε φυγόπονοι και θεωρούμε ότι τα πράγματα οφείλουν να μας έρχονται βολικά και εύκολα σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Ταυτόχρονα, έχουμε δεχθεί και τόση πλύση εγκεφάλου που έχουμε ξεχυθεί κι αναζητούμε την τελειότητα και την απόλυτη ευτυχία -με τον τρόπο που καθένας τα έχει εξιδανικεύσει στο μυαλό του.

Μάλιστα είχαμε τη φαεινή ιδέα ότι τα παραπάνω ταιριάζουν γάντι και στον έρωτα κι έτσι σε κάποια φάση της ζωής μας δεχθήκαμε με ανακούφιση την άποψη ότι εκεί έξω υπάρχει η λεγόμενη «αδελφή ψυχή» μας. Και πιστέψτε με, δεν υπάρχει πιο καταστροφική στιγμή για τον έρωτα από τη στιγμή που θα ενστερνιστούμε αυτή την άποψη.

Είναι πολύ βολικό με βάση όλα τα παραπάνω να πιστεύουμε ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστεί ως δια μαγείας αυτό το ένα και μοναδικό άτομο, το οποίο γεννήθηκε με απώτερο σκοπό να κουμπώσει απόλυτα με εμάς κι εμείς με εκείνο. Μας προκαλεί ανακούφιση η ιδέα ότι θα υπάρξει στιγμή που θα γνωρίσουμε αυτόν τον βαθύ, απόλυτο και τέλειο έρωτα που θα μας πάρει τα μυαλά και θα μας ξεσηκώσει με κάθε τρόπο. Μας βολεύει απίστευτα να ελπίζουμε ότι όντως θα βιώσουμε έναν έρωτα που όλα θα κυλάνε μαγικά, χωρίς προβλήματα και δυσκολίες, και που ο ένας συμπληρώνει τον άλλον τόσο αβίαστα και υπέροχα. Αν δεν είναι καταστροφική μια τέτοια πεποίθηση σε συνδυασμό με τη φύση μας, τότε ποια είναι;

Ξέρουμε καλά πλέον ότι αν υπάρχει ένα συναίσθημα, το οποίο είναι όντως τέλειο χάρη στις ατέλειές του, αυτό είναι ο έρωτας. Γεμάτος πάθος, τρέλα, λάθη, αποτυχίες, καψούρα, δράματα, αυθορμητισμό και παρορμητισμό. Και παρ’ όλα αυτά επιλέγουμε να αρνούμαστε τη φύση του, γιατί μας ξεβολεύει και μας χαλάει τα σχέδια, σε αντίθεση με την πίστη εύρεσης της «αδελφής ψυχής» μας.

Βλέπετε, είναι ζόρικο ν’ αποδεχθούμε ότι θα έρθουν στιγμές που θα πρέπει να κάμψουμε τον καλά συντηρημένο εγωισμό μας για έναν έρωτα και μάλιστα ότι αυτό θα συμβαίνει συνέχεια. Μας είναι δύσκολη η παραδοχή ότι κάθε φορά, σε κάθε σχέση, θα «πέσουμε» για έναν άλλον και μάλιστα χωρίς εγγυημένο αποτέλεσμα. Και το να σηκωθούμε ξανά είναι ό,τι πιο άβολο, αν μη τι άλλο. Έτσι, προτιμάμε να πιστεύουμε στα απόλυτα ταιριάσματα και συνεχίζουμε να τροφοδοτούμε το εγώ μας για να μη χρειαστεί ποτέ να σηκωθούμε ή τέλος πάντων για να μειώσουμε τη ζημιά από το πέσιμο.

Τρέμουμε στην ιδέα ότι θα χρειαστεί να ξεγ#μνωθούμε συναισθηματικά χωρίς να κάνει το ίδιο και η άλλη πλευρά, λες και μας είπαν πως ο έρωτας έχει υπογράψει λευκή επιταγή για χάρη μας. Τρελαινόμαστε στην πιθανότητα ότι θα δώσουμε ό,τι καλύτερο έχουμε και δε θα έχουμε την ίδια ανταπόκριση. Πώς γίνεται όμως να έχουμε τη βεβαιότητα ότι το δικό μας «καλύτερο» είναι όντως καλό, όταν θέλουμε να τα έχουμε όλα χωρίς καμία προσπάθεια; Κι αν τελικά το δικό μας «πολύ» είναι το λιγότερο;

Δυσκολευόμαστε να δεχθούμε ότι έχουμε αδυναμίες, ανασφάλειες και φοβίες, τις οποίες θα πρέπει να ξεπεράσουμε πρωτίστως για εμάς και σε δεύτερη φάση για τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας. Είναι προτιμότερο να πιστεύουμε ότι υπάρχει ένα άτομο εκεί έξω που θα κατευνάσει όλα τα παραπάνω. Σύμφωνοι. Να είμαστε όμως ειλικρινείς; Ένας έρωτας με τα όλα του, σαρωτικός και ξεσηκωτικός, είναι δεδομένο ότι θα διεγείρει αντί να καθησυχάσει τις όποιες ανασφάλειές μας. Συνεπώς, είτε πρέπει εμείς να δουλέψουμε με τον εαυτό μας για να τις λύσουμε ή να τις εκλογικεύσουμε και να τις διαχειριστούμε, είτε πρέπει ν’ αποδεχθούμε ότι θ’ αρκεστούμε σε μια σχέση που απλώς δεν τις προκαλεί. Συνειδητοποιείτε τη διαφορά;

Μας ζορίζει, επίσης, να ξέρουμε ότι για ν’ απολαύσουμε ουσιαστικά έναν έρωτα θα πρέπει να βγούμε από κάθε φούσκα ασφαλείας που έχουμε φτιάξει όλα αυτά τα χρόνια και ότι θα πρέπει ν’ ανοίξουμε το μυαλό μας εκτός από την καρδιά μας -και μας δυσκολεύουν και τα δύο αφάνταστα. Να ξεβολευτούμε, ν’ αφεθούμε και να το ζήσουμε, αφού αποδεχτούμε ότι υπάρχει και διαφορετική αντιμετώπιση και διαχείριση της ζωής πέρα από τη δική μας. Να δεχθούμε ότι δεν εκφραζόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο, ούτε όλοι αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα με μια συγκεκριμένη τακτική. Να κατανοήσουμε ότι δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση απόψεων, ενδιαφερόντων και διαχείρισης της καθημερινότητας. Ν’ αφουγκραστούμε τις ανησυχίες του άλλου και να τον ακούσουμε ουσιαστικά. Να δεχθούμε και τη δική του καθημερινότητα και προτεραιότητες χωρίς την απαίτηση να γίνουμε το κέντρο του κόσμου του.

Αντ’ αυτού, μας είναι ευκολότερο να θεωρούμε ότι κάποια στιγμή θα «σκοντάψουμε» πάνω σ’ εκείνο το άτομο που θα είναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» με εμάς, γιατί έτσι δε θα χρειαστεί να κάνουμε το παραμικρό βήμα έξω από την όποια φούσκα μας, αφού και το άλλο άτομο θα βρίσκεται μέσα στις ίδιες. Προτιμάμε να πιστεύουμε σε ιδανικούς συντρόφους που θα παραγκωνίσουν οτιδήποτε κι οποιονδήποτε για χάρη μας -και μάλιστα χωρίς εμείς να κάνουμε το ίδιο.

Τι συζητάμε, ρε παιδιά; Ζητάμε τι ακριβώς; Να παίρνουμε χωρίς να δώσουμε; Να γίνει το ταίρι μας η καλύτερη εκδοχή του κι εμείς ν΄ αμολάμε χαρταετό λες και μας το χρωστάει; Αναμένουμε να υψώνουμε συνεχώς τείχη γύρω μας κι ο άλλος να γκρεμίζει τα δικά του; Να μένουμε μέσα στις φούσκες μας κι ο άλλος να μας φυλάει σαν τον πολυτιμότερο λίθο του κόσμου;

Αν αντιληφθούμε το οξύμωρο της υπόθεσης κι αν πραγματικά θέλουμε ν’ απολαύσουμε τις χαρές του έρωτα, τότε πρέπει να πάψουμε να πιστεύουμε σε «αδελφές ψυχές». Ο έρωτας θέλει μεγάλα κότσια, αφού αδιαμφισβήτητα ποτέ δε θα είναι τέλειος, ιδανικός κι απόλυτος. Είναι στο χέρι μας, λοιπόν, το αν θα τον βιώσουμε όπως του αρμόζει και θα εξελιχθούμε για χάρη του ή αν τελικά τον αντικαταστήσουμε με κάθε τι μέτριο που θα βαφτίσουμε «έρωτα», κυνηγώντας μια ζωή το ανύπαρκτο.

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.