Θα ήθελα να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη πως βαρέθηκα, κουράστηκα, αγανάκτησα. Και ξέρεις τι άλλο; Ξενέρωσα. Ναι, ξενέρωσα, αγάπη μου. Συμβαίνει κι αυτό καμιά φορά.

Αν κοιτάξεις λίγο πέρα απ’ τον εγωιστικό εαυτό σου, θα δεις πως όσο εσύ μου σφυρίζεις ανέμελα κι εγώ χορεύω στους ρυθμούς σου, κάπου εκεί, αρχίζω να ξεφεύγω απ’ το ρυθμό. Καταλαβαίνω πως μου λείπει ο εαυτός μου. Και κάπου εδώ θα αναγκαστώ να σου δώσω τελεσίγραφο. Ή θα γίνεις άνθρωπος και θα μάθεις να αγαπάς ή ξέχασέ με κι άντε μου στο διάολο.

Πόση υπομονή έχω κάνει μαζί σου, πόση αγάπη έχω ξοδέψει. Πόσα δάκρυα έχω μετρήσει και πόσα ακόμα θα μετρήσω. Πόσο προσπάθησα μαζί σου. Και πήρα ένα μεγάλο μηδέν πίσω. Δεν έδινα για να πάρω. Ένιωθα κι έδινα. Αλλά έρχεται κι η στιγμή που περιμένεις μια ανταπόκριση, ένα χάδι, λίγη αγάπη. Κι αν δεν παίρνεις τίποτα, φεύγεις. Το οφείλεις στον εαυτό σου, που τον έχεις παιδέψει και δεν έχει άλλες αντοχές. Ξέχασα εμένα, ξέχασα το γέλιο μου, ξέχασα πώς είναι να σ’ αγαπούν. Όμορφο συναίσθημα, μου λένε. Χαμογελώ, μιας και δεν το νιώθω πλέον. Φρόντισες εσύ γι’ αυτό.

Όλα είναι κάπου γραμμένα. Δεν μπορεί. Όλοι μας έχουμε μια πορεία στη ζωή, που είναι προδιαγραμμένη, που έχει γραφτεί σε έναν πάπυρο με χρυσαφένιο μελάνι και κάπου έχει ξεπέσει. Θέλω να βρω το σκονάκι, μήπως και μάθω πόσο ακόμα θα αντέχω τα λόγια σου που καταστρέφουν, τις πράξεις σου που πληγώνουν, τα «όχι» σου που γεμίζουν ανασφάλεια.

Έμαθα να σ’ αγαπώ για όλα αυτά που είσαι, ακόμα και για αυτά που μισώ σ’ εσένα. Έμαθες να θυμάσαι τα λάθη μου, να τα βάζεις στη σειρά και να επιλέγεις ποιο θα μου υπενθυμίσεις κάθε πρωινό.

Με αναζητάς τα βράδια σου, αλλά δε με θέλεις δίπλα σου τα πρωινά. Με θέλεις στις δύσκολες στιγμές, μα στις όμορφες δεν έχω θέση πουθενά. Με κοιτάς στα μάτια και βλέπω την αδιαφορία σου. Έμαθα να ζω στη σκιά σου, στα «πρέπει» σου, στα «δήθεν» σου. Έμαθες κι εσύ να με κατηγορείς, να με δοκιμάζεις, να αδιαφορείς. Σε άφηνα, βλέπεις.

Κι είναι πάρα πολύ εύκολο να σε πάρει η κατηφόρα. Μα εμάς μας πήρε μαζί. Μας πήρε και μας σήκωσε. Εγώ σε άφηνα να ελέγχεις τα συναισθήματά μου, το μυαλό μου κι εσύ πήρες δύναμη και σου άρεσε. Κι έτσι αποφάσισες να μη γυρίσεις ποτέ πίσω. Να μην ξεχάσεις ποτέ. Να παίρνεις και να μη δίνεις.

Κι έφτασα κι εγώ στα όριά μου πλέον. Έκανα λίγη παρέα στον εαυτό μου και τον ρώτησα πότε ένιωθε ευτυχισμένος τελευταία φορά, πότε γέλασε πραγματικά, πότε ήταν χαρούμενος και πλήρης, πότε δεν πονούσε; Και δεν πήρα απαντήσεις. Γιατί τις ήξερα. Γιατί ντράπηκα που άφησα τόσο χρόνο χαμένο μαζί σου. Γιατί φοβήθηκα πως αν ξεφύγω απ’ τη σκιά σου, η ζωή μου δε θα έχει νόημα. Δε σκέφτηκα, η χαζή, πως τόσο καιρό δίπλα σου δε ζω.

Αν συνεχίσεις έτσι, θα σου πω «αντίο». Κι όσο κι αν πονέσω, θα χαρώ γιατί θα καλωσορίσω τον εαυτό μου πίσω. Θα χαμογελάσω ξανά. Θα είμαι μακριά σου. Και θα ζω.

 

Συντάκτης: Ναταλία Καρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη