Δεν πα’ να βγουν εκατό αποταμιευτικά προγράμματα, αν δεν μπουν τα χαρτονομίσματα και τα κέρματά μας στον κλασικό πήλινο κουμπαρά, που είχαμε από παιδιά, προκοπή δε θα δούμε. Ήμασταν πιτσιρίκια την πρώτη φορά που τον πιάσαμε στα χέρια μας κι αφού μας εξήγησαν οι γονείς μας τη χρησιμότητά του, στα μάτια μας φάνταζε σαν το θησαυροφυλάκιο του Σκρούτζ Μακ Ντακ.

Ώρες αμέτρητες να βρούμε την κατάλληλη κρυψώνα. Μην τον ανακαλύψουν τα αδέρφια μας, συνήθως τα μεγαλύτερα, και τον ρημάξουν. Κάθε χαρτζιλίκι αποταμιευόταν ευλαβικά μέσα σε αυτόν. Συνήθως για τη «μεγάλη αγορά» που θέλαμε να κάνουμε, τις περισσότερες φορές κάνα ηλεκτρονικό παιχνίδι. Κι όταν πια γέμιζε, ερχόταν η ιερή ώρα του σπασίματος, γεμίζοντας το πάτωμα με κέρματα, χαρτονομίσματα και κομματάκια από πηλό.

Η καταμέτρηση γινόταν με διαχωρισμό σε στοίβες κι ακολούθως σε σακουλάκια που θα μας συνόδευαν με τους γονείς μας στην τράπεζα για μετατροπή ή για τους πιο ανυπόμονους απευθείας στο κατάστημα, βασανίζοντας τον υπάλληλο στο ταμείο που καταμετρούσε το θησαυρό μας.

Μεγαλώνοντας, ο γνώριμος κουμπαράς μας άλλαξε μορφή. Έγινε πολύχρωμος, μεταλλικός, στιλάτος -με κάποιους, όμως, να μην προδίδουν ποτέ τον παλιό, κλασικό, πήλινο. Μαζί με τον κουμπαρά άλλαξαν κι οι τρόποι αποταμίευσης. Τράπεζες, κάρτες, βιβλιαράκια ταμιευτηρίου κι ένα σωρό καταθετικά προγράμματα, σερβιρισμένα με επιτόκια αποταμίευσης. Ντου από παντού στις οικονομίες μας που, μεταξύ μας, ξεκίνησαν να βγαίνουν όλο και πιο δύσκολα.

Μα αλήθεια, ακόμα κι αν τα δοκιμάσαμε όλα αυτά, ή τουλάχιστον ένα από αυτά τα σχέδια, νοσταλγήσαμε εκείνο το συναίσθημα. Αυτό που ένιωθες κάθε φορά που άκουγες εκείνον το θόρυβο που έκανε το κέρμα όταν έπεφτε στον πάτο. Τι μελωδία. Κι όσο η στάθμη ανέβαινε, ο ήχος γινόταν όλο και πιο ήπιος.

Νοσταλγήσαμε το συναίσθημα της ικανοποίησης και την περηφάνια που νιώθαμε όταν καταφέρναμε να τον γεμίσουμε για να κάνουμε επιτέλους εκείνο που θέλαμε. Κι ως ενήλικες πια, ο κουμπαράς έχει ακόμα έναν πολύτιμο σκοπό. Εκείνο το μακρινό ταξίδι με την τρελοπαρέα. Είναι εκείνο το τατουάζ που έχεις ονειρευτεί. Το μεγάλο δώρο που θες να κάνεις σε ένα πρόσωπο αγαπημένο. Κάθε κέρμα σε φέρνει πιο κοντά, μέσα απ’ την τράπεζα του δωματίου σου.

Ένα κομμάτι πηλού κατάφερε να μας διδάξει τόσα πολλά. Μέσα από αυτό μάθαμε τη διαχρονική αξία της αποταμίευσης. Μάθαμε πως με υπομονή κι επιμονή ο στόχος μας θα επιτευχθεί. Κάθε κουμπαράς που σπάει είναι ένα όνειρο που πραγματοποιείται. Μια υλική αγορά ή η εκπλήρωση μιας βαθιάς επιθυμίας. Μάθαμε πως τίποτα δε χτίζεται σε μία μέρα και πως όλα χρειάζονται μια αρχή για να φτάσουν στο τέρμα.

Κάπου μέσα μας, αλήθεια, νοσταλγούμε εκείνα τα ωραία παιδικά μας χρόνια. Μας έμαθαν έστω κι έμμεσα την αξία της ανεξαρτησίας -κι ας ήταν υποβοηθούμενη. Τα χαρτζιλίκια που αποταμιεύαμε με τόσο καμάρι, γινόντουσαν με χαρά σοκολάτες και παγωτά. Με εκείνα τα λιγοστά δικά μας χρήματα είχαμε τον κόσμο όλο, κάτι που μεγαλώνοντας ξεχάσαμε ζητώντας διαρκώς περισσότερα, χωρίς να μπορούν ποτέ να μας κάνουν το ίδιο ευτυχισμένους με τότε.

Μα αν έχουμε στο δωμάτιό μας, σε μια γωνιά, εκείνον τον παιδικό κουμπαρά, για μία μονάχα στιγμή γινόμαστε ξανά εκείνο το παιδί που δεν ήθελε πολλά για να ‘ναι ευτυχισμένο. Εκείνο που τον κουνούσε κάθε βράδυ, απολάμβανε τη μουσική των κερμάτων κι έκανε όνειρα για τα «πολλά» που μπορούσε να αποκτήσει.

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη