Δεν έχεις νιώσει αυτή την ανατριχίλα; Αυτή που νιώθεις πριν γίνει κάτι; Αυτή που φωνάζει πως κάτι στη ζωή σου ποτέ δε θα είναι το ίδιο; Πριν τον γνωρίσω ήμουν έτοιμη. Την ένιωθα παντού και τον περίμενα.
Ήρθε σε μια περίοδο που ήμασταν κι οι δυο παιδιά ακόμη. Λίγο πριν τελειώσει το στρατιωτικό του και φύγει για σπουδές δυο χρόνια μετά από μένα. Η πρώτη συνάντηση σαν ραντεβού παλιάς ελληνικής ταινίας. Τυφλό σε μια καφετέρια. Μιλούσαμε δυο βδομάδες γραπτώς πριν να βρεθούμε. Νόμος να μην ακούγαμε ο ένας τη φωνή του άλλου και να βγάζαμε τον εαυτό μας γραπτώς. Κι όσο περνούσαν οι μέρες την πάτησα με την αλήθεια του, πριν με δει και πριν τον δω. Θυμάμαι στην είσοδο της καφετέριας που με περίμενε, τα μάτια μου έψαχναν τα δικά του. Κι αμέσως σαν να ήξερα πού να δω, σαν να φώναζε κάποιος «εδώ», κοιταχτήκαμε.
Τον κοίταξα και του είπα «πάμε να φύγουμε». Φεβρουάριος ήταν, μια ξάστερη παγωμένη βραδιά. Του είπα να πάμε μέχρι αποβάθρα να δούμε τα αστέρια. Κι εκεί ξεκίνησε να μου λέει για τη δημιουργία των αστεριών κι όλων των πλανητών. Ήμασταν δυο παιδιά ευτυχισμένα που βρήκαν ο ένας τον άλλο.
Μετρούσα τις μέρες και τις ώρες να βρεθούμε ξανά. Το «σ’ αγαπώ» ήρθε λίγες μέρες μετά, από εκείνον. Στεναχωρήθηκε που του είπα πως πρέπει να τα πούμε από κοντά, γιατί δεν πήρε πίσω απάντηση. Κι όταν τον αντίκρισα –ψηλώνοντας στις μύτες των ποδιών μου σαν γνήσια κοντούλα– έκλεισα όλα τα «σ’ αγαπώ» του κόσμου σ’ αυτό το πρώτο φιλί, που έγινε η αγαπημένη μου γωνιά όταν ήθελα να κρυφτώ.
Δεν ήταν πεταλούδες. Δεν ήταν μια χαζοχαρούμενη ιστορία αγάπης. Ήταν η ζεστασιά που έχει το σπίτι κάθε φορά που γυρνάς κουρασμένος. Ήταν γνώριμος, ήταν αυτός που το κάρμα μας έφερνε ξανά και ξανά μαζί σε όσες προηγούμενες ζωές κι αν είχαμε ζήσει. Ήταν μπροστά μου κι έβλεπα πως πίσω απ’ το γέλιο του κρυβόταν η καρδιά ενός μικρού παιδιού. Κακία δεν μπορούσε να κρύβει ένα τέτοιο αγνό χαμόγελο. Ίσως μετά από τόσα χρόνια να μην μπόρεσα να βρω ένα ίδιο με το δικό του. Από εκείνη τη στιγμή και μετά γίναμε αχώριστοι. Ξέραμε κι δύο πως αυτό που ήρθε ήταν το παρόν και το μέλλον.
Σπουδές, κόποι, χτίσιμο χαρακτήρα. Λύπες, χαρές, παρέες κι εκδρομές. Σε όλα μαζί. Σε όλα αχώριστοι. Τον κοίταζα και του έλεγα «θα μ’ αγαπάς; Θα είσαι εδώ όταν φύγουν όλοι; Θα είσαι δω όταν θα πρέπει να μ’ αγαπάς περισσότερο από μένα;». Με κοίταγε κι έλεγε «για πάντα». Και θύμωνε κάθε φορά που του έλεγα πως το «για πάντα» είναι μια αιωνιότητα.
Τα χρόνια περνούσαν καθώς κι ζωή. Όμως αυτή η υπόσχεση ήταν εκεί. Τον κοιτούσα και θυμάμαι που του έλεγα πως θέλω να είμαστε σαν εκείνα τα δυο τρία ζευγαράκια που απόμειναν μέχρι τα βαθιά γεράματα μαζί, ακόμη πιασμένα χέρι-χέρι. Του φώναζα πως κάθε φιλί μας θέλω να έχει την ανατριχίλα που έκρυβε το πρώτο, το εκατοστό και το χιλιοστό. Κι αυτό δεν ήταν εύκολο. Γιατί απαιτούσε κόπο κι υπομονή. Θέλει αφοσίωση και πίστη. Δεν τα παρατάς στον πρώτο καβγά ούτε στο τελευταίο. Δε μαζεύεις τα μπογαλάκια σου κάθε φορά που τα πράγματα γίνονται δύσκολα.
Δεν ξέρει κανείς πότε είναι η τελευταία φορά που έχεις τα αγαπημένα σου μάτια μπροστά σου να σε κοιτούν. Κι αυτό δεν είναι κάτι που το ορίζουμε εμείς. Βλέπω γύρω μου ανθρώπους συμβιβασμένους σε νεκρές σχέσεις με πρόφαση το φόβο της μοναξιάς. Βλέπω γύρω μου ανθρώπους που διψούν να βρουν κάτι που εικονικά έχουν πλάσει στο μυαλό τους και προφανώς δεν υπάρχει, γιατί οι ιδανικές σχέσεις χτίζονται μεταξύ δυο ανθρώπων πάνω σε βουνά υποχωρήσεων και σεβασμού.
Πάνε κοντά επτά μήνες που δεν τον βλέπω, δεν τον ακούω, δεν τον νιώθω. Δε χωρίσαμε, δεν πληγώσαμε ο ένας τον άλλο. Η ζωή έχει τη μέθοδό της να χωρίζει δυο ανθρώπους με τον δικό της αφόρητο τρόπο. Όμως υπόσχομαι. Υπόσχομαι πως όσες αιωνιότητες και να ‘ρθουν θα ψάξω ξανά αυτά τα μάτια, αυτή την αγκαλιά κι αυτό το φιλί.
Θα είναι πάντα αυτός.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη