Το Σαββατοκύριακο είναι ό,τι πιο ωραίο έχει να παρουσιάσει το ανθρώπινο είδος μετά τον καφέ. Ας ξεκινήσω έτσι, μ’ ένα αξίωμα γιατί δε νομίζω να βρεθεί κανείς ν’ αντικρούσει αυτή τη δήλωση. Κοίτα τι ωραία λέξη· μακρουλή, με μπόλικα γράμματα κι άλλη τόση αλητεία, αφού συνδυάζει τις δύο πιο αλάνια μέρες ολόκληρης της βδομάδας. Για τους πιο αντισυμβατικούς και «προχώ» βγαίνει και σε συντετμημένη βερσιόν, εκείνη του σουκού. Για τους κουλτουριάριδες γλωσσομαθείς υπάρχει το γουικέντ. «Τι θα κάνουμε το γουικέντ, πάμε για κανένα ψαράκι;»

Όπως και να το λες, το θέμα είναι πώς το κάνεις. Πώς περνάς το Σαββατοκύριακό σου; Τι κάνεις; Μας φτιάχνει να λέμε ότι έχουμε δημιουργήσει μικρές προσωπικές ιεροτελεστίες που απολαμβάνουμε με το δικό μας μοναδικό τρόπο αυτές τις δύο ξεχωριστές μέρες της βδομάδας.

Πρώτος και καλύτερος έρχεται ο ύπνος. Εντάξει, τον ύπνο όλοι τον παίρνουμε, δεν είσαι μόνο εσύ. Σε καναπέδες, σε κρεβάτια, σε καρέκλες, σε χαλάκια. Το Σαββατοκύριακο είναι μια ωδή στον ύπνο. Αγκαλιάζεις το πάπλωμα παθιάρικα, τρίβεις το μάγουλο στο μαξιλάρι, βγάζεις πρωτόγονες κραυγές απόλαυσης καθώς το σώμα απλώνεται, τεντώνεται, χαλαρώνει. Τα κινητά μπαίνουν αθόρυβο, τα ξυπνητήρια υπάρχουν μόνο σ’ ένα παράλληλο σύμπαν. Ελευθερία είναι να ξυπνάς επειδή έχεις χορτάσει ύπνο κι είναι πλέον μεσημέρι.

Μετά τον ύπνο έρχεται ο ξύπνιος. Είσαι ξύπνιος κι έχεις όλο το χρόνο ν’ απολαύσεις το απόλυτο τίποτα. Είναι η στιγμή της εβδομάδας ν’ αφιερώσεις ποιοτικό χρόνο στο μυγάκι του σπιτιού σου για να γνωριστείτε καλύτερα, να κοιτάξεις τα βαμμένα νύχια σου πώς φαίνονται στον ήλιο κι αμέσως μετά στη σκιά, να κάψεις ένα προς ένα όλα τα εγκεφαλικά σου κύτταρα με καμένες σειρές στο internet γιατί πώς αλλιώς θα κάνεις χώρο για τη νέα παραλαβή.

Κι ύστερα μπορείς να κάνεις μια ωραιότατη στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, για να διαβάσεις Ντιντερό, να δεις Μπέργκμαν και ν’ ακούσεις Φράνκλιν. Τα Σαββατοκύριακα είναι εκείνος ο υπέροχα αντιφατικός χρόνος που απ’ τη μια σκοτώνεις κάθε κουλτούρα μέσα σου κι απ’ την άλλη ταΐζεις το περίεργο, ανήσυχο διαολάκι του μυαλού σου.

Τι άλλο; Αγαπημένη συνήθεια σουκού είναι οι βόλτες-μαραθώνιοι. Μπαίνεις στο καφέ μέρα και βγαίνεις νύχτα. Ο καφές γίνεται τσιπουράκι, το τσιπουράκι γλυκό και το γλυκό, σινεμά. Περπατάς αργά στο δρόμο, χαζολογάς στα πεζοδρόμια, κολλάς στις βιτρίνες και δε χρειάζεται ν’ ανέβεις με τα πόδια απ’ την αριστερή μεριά των κυλιόμενων του μετρό. Όλα είναι βόλτα κι οι ρυθμοί απολαυστικά χαλαροί.

Τα πρωινά έχουν καρτούν. Μαξιλάρι αγκαλιά, γωνίτσα στον καναπέ, τηλεόραση μέχρι το μεσημέρι ανοιχτή στο παιδικό πρόγραμμα, καφές δυνατός και τσιγάρο. Αυτά είναι τα παιδικά των ενηλίκων. Το χρώμα, η αφέλεια, η χαζομάρα δε φεύγουν ποτέ από πάνω μας. Ο οργανισμός μας τα ζητάει. Δε σπάνε έτσι οι παραδόσεις τόσων ετών. Μένεις ετών πέντε σε μερικά θέματα για πάντα.

Για εκείνους που δεν ξέρουν τι να βάλουν πρώτο, τον ύπνο ή το φαγητό, τα σουκού έχουν κι απ’ αυτό το δεύτερο. Αν τα παιδικά σ’ έχουν απορροφήσει με αποτέλεσμα να μην προλάβεις το στομάχι σου προτού γουργουρίσει, η μαμά ντελίβερι δεν πρόκειται ν’ αφήσει το βλαστάρι της νηστικό.

Θα το ταΐσει, θα το ποτίσει, μέχρι και καφέ θα του φέρει και σταματάω εδώ γιατί κινδυνεύω να γίνω διαφήμιση. Πάντως σκέψου να επιμεληθείς το δικό σου γεύμα. Να τρίψεις στις παλάμες σου τη ρίγανη, να χτυπήσεις δύο αβγά κουνώντας χορευτικά τους γλουτούς σου, να χώσεις τα χέρια σου στη ζύμη, τόσο αφράτη που να θες να κοιμηθείς λίγο πάνω της. Το φαγητό σηκώνει μεράκι και το γουικέντ μαγείρεμα.

Κι αφού ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι κι ο Κιούπιντ είναι μπαμπέσης μερακλής, κάτσε να φας με το αμόρε σου να νιώσετε άρχοντες. Αν, παρ’ ελπίδα, δεν το ‘χεις με την κουζίνα και δεν ψήνεσαι να γίνεις τσάμπα και βερεσέ το επόμενο αντικείμενο εγκληματολογικής μελέτης για φόνο εν βρασμώ από βρασμό μακαρονιού, κάντε κάτι άλλο, βρε παιδί μου.

Έχεις δύο μέρες για την πάρτη σου, έναν άνθρωπο που γουστάρεις να ζουμπάς κι αναξιοποίητα αποθέματα φαντασίας από μια βδομάδα στυγνού επαγγελματικού προφίλ. Το Σαββατοκύριακο γίνεται ο προσωπικός σας χρόνος ανανέωσης, με την ευκαιρία κάθε βδομάδα να ‘χεις κι από έναν τέτοιο.

Δύο μέρες, φορτωμένες με τις προσδοκίες ολόκληρης της βδομάδας. Όσο υψηλές κι αν τις έχουμε, όσο κι αν προλαβαίνουμε τελικά τα μισά απ’ όσα ελπίζαμε, το Σαββατοκύριακο ποτέ δε μας απογοητεύει. Εξοπλισμένο μ’ όλες τις αγαπημένες μας συνήθειες, γεμάτο από μικρές αθώες ιεροτελεστίες, γίνεται ο αναμφισβήτητος ευσεβής πόθος γενεών επί γενεών, με μια κουβέντα στα χείλη όλων μας κάθε που ξημερώνει Δευτέρα: «Άντε να φτάσει το Σαββατοκύριακο!»

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα