Βαρέθηκα πια. Βαρέθηκα να παίζουμε κρυφτό, σ’ αυτήν την πόλη, τη μικρή. Βαρέθηκα να μην μπορώ να σ’ έχω απόλυτα, να μας βλέπω όπως μας έχω φανταστεί. Βαρέθηκα να μην μπορώ να σε κρατάω, να σε σφίγγω, να σε φιλάω όποτε μου έρθει. Δεν ξέρεις πόσο αβάσταχτο είναι το βάρος του φόβου, μη μας δει κάποιος οποτεδήποτε. Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Δεν είμαστε σε χωριό του ‘70. Δεν έχουμε κάτι να κρύψουμε. Μία λύση μου έχεις αφήσει πλέον. Κι αυτή βρίσκεται μακριά από ‘δω.

Πάμε να φύγουμε. Να πάμε κάπου που κανείς δε θα ξέρει τα ονόματά μας, κάπου που θα μπορώ να σε κρατάω ελεύθερα. Κάπου που θα έχουμε το κεφάλι μας ψηλά, όχι χαμηλά, μη μας αναγνωρίσει κάποιος. Πάμε σ’ ένα μέρος με κόσμο πολύ, μα όχι τον ανεπιθύμητο της πόλης μας. Να νιώθουμε άνετα οι δυο μας, χωρίς να τραβάμε τα βλέμματα τα επικριτικά πάνω μας. Κάπου που θα χαιρόμαστε τη στιγμή μας, που θα περπατάμε δίχως να διστάζουμε, δίχως να σκεφτόμαστε από ποιο μέρος δεν πρέπει να περάσουμε.

Το έχουν αυτό το κακό οι μικρές πόλεις. Αναπόφευκτα δημιουργείς γνωστούς και φίλους, σαν να μην περνάει απ’ το χέρι σου. Τόσο μικρή είναι η κοινότητά σου που ο καθένας ξέρει τα πάντα για τον καθένα. Μοιάζει με κατάρα. Από μικρός κουβαλάς αυτό το βάρος, τι θα πει ο κόσμος. Γιατί πάντα κάτι θα μάθει και κάτι θα ‘χει να πει. Κάποιοι το λατρεύουν τούτο το φέρσιμο. Και περιμένουν την ώρα να μάθουν, να σχολιάσουν, να βγάλουν την κρίση την πολύτιμη. Άλλοι το ‘χουν σιχαθεί.

Δε με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Πάντα θα έχει κάτι να πει, κάτι να σου προσάψει. Μη μου λες ότι θέλω να φύγουμε για να τ’ αποφύγω όλα αυτά. Δε με κυνηγάνε, δεν τα λαμβάνω υπόψιν μου. Γι’ άλλο λόγο θέλω να φύγουμε. Θέλω να πάμε σ’ ένα μέρος μαγικό, να το ζήσουμε διαφορετικά. Εδώ παρεξηγούνται τα πάντα. Οφείλεις να κρατάς τους τύπους, να συμπεριφέρεσαι ορισμένα, με μέτρο. Δεν πρέπει να προκαλείς. Με λίγα λόγια δεν μπορείς να το ζεις, όπως το ‘χεις φανταστεί.

Μα, τι σχέση έχει η πραγματικότητα με τον έρωτα; Το ένα σκοτώνει τ’ άλλο. Γι’ αυτό, λοιπόν, θέλω να φύγουμε. Για να επιβάλλουμε τον ενθουσιασμό μας σ’ ένα μέρος αλλιώτικο, από την αρχή. Εδώ, στα μέρη μας, η καθημερινότητα κι η πραγματικότητα μάς κρατάνε δέσμιους. Αναπόφευκτα.

Να μπορούμε να σηκωθούμε ξημερώματα και να περπατάμε στα σοκάκια αγκαλιασμένοι. Να μπαίνουμε στους δρόμους και να σταματάμε τ’ αυτοκίνητα. Να ξαπλώνουμε στους αεροδιαδρόμους. Να βουτάμε σε θάλασσες γυμνοί, να εξερευνούμε τους τόπους, ν’ ανακαλύπτουμε το άγνωστο. Ερωτευμένοι. Μακριά από τοξικές συμπεριφορές, μέρη συνηθισμένα κι ανθρώπους άεργους. Να κοιτάμε τον άλλο στα μάτια και να βλέπουμε κάτι δημιουργικό. Όχι τη μιζέρια που του φυλάει η πόλη μας. Κουράστηκα.

Γιατί να πρέπει να κινούμαστε με συγκεκριμένο τρόπο και σε συγκεκριμένο χρόνο; Εσένα δε σε προβληματίζει που, ενώ έχεις τη δυνατότητα να ζήσεις τον έρωτά σου στο 100%, κάποιοι σε περιορίζουν; Κι αν νομίζεις ότι κανείς δε σε περιορίζει κι ότι είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θες, όπως το θες, πλανάσαι. Είσαι σε μια μικρή πόλη του κόσμου ολόκληρου, μ’ επιλογές λίγες, ανθρώπους ίδιους, εικόνες σταθερές, αισθήματα σε γραμμή ευθεία. Αυτό εσύ το λες ελευθερία; Μα, αν ο περίγυρός σου κινείται σε πλαίσιο περιορισμένο, μπορείς εσύ να μην ακολουθήσεις, να μην επηρεαστείς;

Τόσο όμορφο είναι το άγνωστο. Όχι μόνο για τα μέρη τ’ ανεξερεύνητα και για την κουλτούρα την αλλόκοτη. Αλλά και για τα απλά, μικρά πράγματα και συναισθήματα που βιώνεις. Περπατάς και νιώθεις ελεύθερος. Δε σ’ απασχολεί να ζήσεις την τρέλα σου, ποιος θα σε ξαναδεί, άλλωστε; Για κάθε έρωτα που γίνεται συνήθεια, τούτο θα ‘πρεπε να ‘ναι το δώρο, το φάρμακο: ένα ταξιδάκι κάπου μακριά. Μόνο έτσι αναγεννάται το πάθος. Με συμπεριφορές εξωστρεφείς και στιγμές έκπληξης, αγωνίας κι ενθουσιασμού.

Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να μάθουμε, αν αξίζει αυτό που σου λέω: να φύγουμε. Κι εγώ σου υπόσχομαι ένα πράγμα. Ότι τόσο πολύ θα σ’ αρέσει αυτή η ελευθερία, αυτό το πάθος το αναλλοίωτο, που δε θα ‘ναι πια παγιδευμένο μέσα σου, που θα σου βγαίνει απαράλλαχτο κι αβίαστα, που θα δεις πια μ’ όλη σου την ψυχή τι θα πει έρωτας. Κι έτσι μόνο θα θες να τον ζεις από ‘δω και πέρα. Ξέρω. Σκέφτεσαι πόσο πέρα απ’ την πραγματικότητα είναι αυτό που σου λέω και τι σενάρια φαντασίας κάθομαι και σου περιγράφω. Είδες, όμως; Ελεύθερος θα ‘σουν αν όλα αυτά ήταν η συνήθειά σου.

Συντάκτης: Γιώργος Καραβιώτης
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου