Έξω βρέχει. Δε μ’ αρέσει η βροχή. Με πνίγει, με μελαγχολεί, με κάνει να θυμάμαι. Δε θέλω να θυμάμαι. Συνήθως βρίσκω σκονισμένες, αθετημένες, συμφωνίες που ‘χα υπογράψει με τον εαυτό μου και τρομάζω. Κάπου πριν και μετά το «συνήθως», βρίσκω αθετημένες υποσχέσεις από κάποιους που συνήθιζα να αγαπάω και τώρα έχουν μετατραπεί σε αυτούς τους κάποιους που συνήθιζα να ξέρω.

Πόσα αθετήσαμε, επειδή κάποια τα ξεχάσαμε και κάποια υποκριθήκαμε πως δεν υπήρξανε! Πόσες βόλτες δεν πήγαμε, πόσα χαμόγελα σβήσαμε, πόσα άσχημα λόγια είπαμε στο όνομα κάποιας άμυνας. Πόσα πάθη διαγράψαμε γιατί δε χωρούσανε στο πρόγραμμά μας. Και ταυτόχρονα πόσα πάθη ζητήσαμε απεγνωσμένα να ‘ρθουν να μας βγάλουν απ’ τη σταθερά μας. Ανακατεμένες οι σκέψεις μου, το ξέρω. Στο είπα, δε μ’ αρέσει η βροχή. Με βομβαρδίζει με ανακατεμένα συναισθήματα. Και το πιο μεγάλο μου παράπονο στο είπα. Τα πάθη που δε ζήσαμε.

Τρομάζω να πω γιατί δεν έζησα τα δικά μου, φοβάμαι να παραδεχτώ την αλήθεια στο εαυτό μου. Δεν είναι καλή η απόλυτη αυτογνωσία για ‘μένα. Δεν την αντέχω, γιατί αν το κάνω, θα πρέπει να βρω δυνάμεις να διορθώσω λάθη αδιόρθωτα ή να αποδεχτώ ήττες που δε βαστιόνται. Άσε με εμένα στην υπεκφυγή μου, θα σου πω για τα δικά σου σκονισμένα πάθη.

Καταρχάς, τι ορίζεται ως πάθος; Το απροσδόκητο που χρωματίζει την ανιαρή καθημερινότητά σου. Το οξύμωρο που αναιρεί τα πάντα, αλλά ταυτόχρονα τα συνδέει υπέροχα. Πάθος είναι ό,τι γίνεται εθισμός, γλυκός, που σε παρασέρνει, που ανακατεύει μελωδικά τον χρόνο και στο τέλος τον εξαφανίζει. Το πάθος καταργεί τους κανόνες, αλλά εσύ δεν ήσουν αρκετά δυνατός για καμία ανάκληση, για κανένα ρίσκο.

Εν τω μεταξύ, ζητούσες ένα πάθος να σε εκστασιάσει, να σε διεγείρει, μα ποιος σου είπε ότι το πάθος μπαίνει σε πρόγραμμα; Το πάθος δεν υπηρετεί τίποτα. Είναι κόκκινο σαν τη φωτιά, σαν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και σε κοιτάει στα μάτια προκλητικά. Αν δεν μπορείς να το αφήσεις να σε παρασύρει μαγικά στον χορό του, μην το αποζητάς, δεν το αξίζεις.

Πρέπει να ‘χεις μια δόση τρέλας για να το ζήσεις σωστά. Μια δόση αναισθησίας προς τον κόσμο που σε βλέπει. Μια δόση υπέρβασης και λίγο δυναμισμό για να επιβάλεις κι εσύ την παρουσία σου, να μη σε καταπιεί. Εσύ ήθελες να το ζεις κρυφά, να μη σε δουν οι άγνωστοι, ήθελες να μην αργείς την επόμενη μέρα στη δουλειά, να μην ξενυχτάς και  βγεις απ’ τις συνήθειές σου.

Εσύ φοβόσουν μη σ’ αφήσω και μετά δεν μπορέσεις να ξεχάσεις. Φοβόσουν μη μ’ αφήσεις και με πληγώσεις. Φοβόσουν μέχρι και να παραδεχτείς ότι είχες εθιστεί στο άρωμά του. Εσύ μονάχα επεξηγούσες, αιτιολογούσες κι έψαχνες να το ορίσεις, να το καταλάβεις. Μα τα πάθη δεν έχουν απαντήσεις, δεν ξέρω καν αν έχουν αιτία που συμβαίνουν. Δεν έχουν λογική, δε χωράνε φοβίες, γιατί είναι η απόδειξη του ακριβώς αντίθετου.

Είναι η ζωή που σε φιλάει ξαφνικά στο στόμα, που μπαίνει μέσα σου και σε φέρνει σε οργασμό. Δεν είναι συμφωνία να ξέρεις πού θα καταλήξει. Γι’ αυτό σου λέω, αν δεν αντέχεις, μη ζητάς κανένα πάθος να ζήσεις. Αν δεν είσαι έτοιμος να ξεχάσεις τις ταμπέλες, τις υποχρεώσεις, τη λογική σου, μη ζητάς κανένα πάθος να ‘ρθει να σε σώσει. Συμβιβάσου με κάτι πιο μέτριο, πιο βατό για τις αντοχές σου, κάτι που δε θα σε προβληματίζει. Κάτι που θα μπορείς να το σηκώσεις χωρίς προσπάθεια, χωρίς θυσίες.

Η βροχή συνεχίζεται, ακούω μουσική και λυπάμαι που δε μίλησα και για τις δικές μου αθετημένες υποσχέσεις. Πίνω το αγαπημένο μου κόκκινο κρασί και κοιτάω έξω απ’ το παράθυρο τον κόσμο. Δεν τον επεξηγώ, κουράστηκα να προσπαθώ να τον καταλάβω. Κουράστηκα να ακούω μέτρια λόγια, λόγια φοβισμένων εγωιστών.

Αύριο βράδυ θα φύγω, δε θα με βρεις εδώ που συνήθισες να ‘μαι. Δε με νοιάζει αν θα σου λείψω, φτάνει που θα με θυμάσαι, γιατί έστω και για λίγο σε πήγα στο παραμύθι. Θα φύγω στο όνομα των παθών που ξέχασα, στο όνομα των υποσχέσεων που αθέτησα. Θα φύγω και στο όνομα των δικών σου ξεχασμένων παθών. Έξω βρέχει, πίνω το αγαπημένο μου κόκκινο κρασί. Cheers, darling!

Συντάκτης: Eύα Μπάκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη