Αγίου Βαλεντίνου σήμερα. Θ’ αρχίσει πάλι αυτός ο άτυπος «εμφύλιος πόλεμος». Πεδίο αρένας, σου λέω. Απ’ τη μια πλευρά, οι λίγο πιο ρομαντικοί θα ερωτευτούν και θα κολλάνε παντού καρδούλες, ενώ απ’ την άλλη οι «αντιβαλεντινικοί»  θα τρέξουν να τις ξεκολλήσουν.

Θυμάμαι τότε, που βγήκα έξω με τη φίλη μου τη Μίκα και κρατούσαμε από ένα χειροποίητο καδρόνι, που έγραφε «οι Αντιβαλεντίνες». Όχι, τίποτα δεν είχαμε εναντίον των ερωτευμένων, αλήθεια! Λίγο παραπάνω ζιζάνια ήμασταν, μονάχα αυτό. Καμιά ιδεολογία δεν κρυβόταν από πίσω. Διδυμίνες, τι να πεις!

Θυμάμαι και τότε, που τρελή για σένα, ήθελα να κάνω αυτή τη μέρα ξεχωριστή. Στην ουσία του πράγματος, ήταν μια ακόμα ευκαιρία να γιορτάσω άλλη μια μέρα μαζί σου. Ούτε που μ’ ένοιαζε ποιος είναι αυτός ο Άγιος κι αν υπάρχει. Αν φοράει φτερά ή αν πετάει βέλη.

Είχα κανονίσει να πάρω ρεπό. Ξύπνησα το πρωί κι έτσι όπως ήμουν με hangover έρωτα έτρεξα στα μαγαζιά. Πήρα ρούχα, εσώρουχα, δώρα κι όλα τα συναφή. Όλο το απόγευμα κούρα ομορφιάς, για να σε συναντήσω το βράδυ.

Την επόμενη χρονιά, αυτή η μέρα στάθηκε αφορμή για να τα βρούμε έπειτα από ένα ασήμαντο καβγαδάκι. Βλέπεις, ήσουν και λίγο ζηλιάρης! Τρίτη χρονιά δεν υπήρξε. Κλάμα η δικιά σου. «Βασιλική τον έρωτα πολύ βαριά τον πήρες», που λέει και το άσμα. Έφυγες. Θα σε ξεβόλευα πολύ και δεν μπορούσες. Εντάξει, καλέ μου, δεν πειράζει, καταλαβαίνω…

Σήμερα θα βγω. Αποφάσισα να θυμηθώ τι θα έκανα μια τέτοια μέρα μαζί σου. Ψώνια, περιποίηση, ξέρεις. Κατά τις οκτώ έχω κλείσει τραπέζι σε ένα μεξικάνικο εστιατόριο. Θα διαλέξω στα τυφλά κάτι απ’ τον κατάλογο και θα το φάω. Έπειτα, θα πάω θέατρο, κι αν είμαι τυχερή, ίσως πέσω πάνω σε καμιά παράσταση με τίτλο «Θα γίνεις το μωρό μου». Αμέσως μετά, θα πάω για μπίρες. Όχι στα στέκια μου. Θα περπατήσω μπροστά απ’ τα μαγαζιά και θα προτιμήσω κάποιο, που να μην έχω ξαναπάει.

Θα πάω και θα καθίσω στο μπαρ, ως συνήθως. Θα βάλω μπροστά την κοινωνικότητά μου και πολύ σύντομα θα μιλάω με έναν πρόσφυγα που ψάχνει τη γυναίκα του, έναν Ιταλό μουσικό που προθυμοποιείται να μελοποιήσει τα τραγούδια μου, την κοπέλα του Σταύρου, που είχαμε γνωριστεί πριν από λίγα χρόνια στο κάμπινγκ. Μετά από πέντε-έξι σφηνάκια και τρία ποτά, θα πάω σε κλαμπ. Πόσο τα σιχαινόμουν! Αν αναρωτιέσαι, τ’ απαρνιέμαι μέχρι και σήμερα. Ή μάλλον, μέχρι και χθες. Γιατί, σήμερα θα πάω! Κι εμείς αυτό θα κάναμε.

Σαν παρατηρητές, πηγαίναμε όπου δεν είχαμε πάει, με την ελπίδα να δούμε τι άλλο υπάρχει εδώ, κι εκεί, και λίγο παραδίπλα. Σαν μικροί επιστήμονες ανθρωπολογίας. Με λίγο αλκοόλ παραπάνω, θ’ αρχίσω να γίνομαι πιο δεκτική σε αυτό τον ασφυκτικό χώρο. Θα δώσω το ελεύθερο στον εαυτό μου να εντοπίσει αυτόν που κάτι τον ενοχλεί εκεί μέσα. Θα τον πλησιάσω λίγο αδέξια, με σκοπό να φλερτάρω μαζί του.

Το φλερτ είναι μια διαδικασία ξεσκαρταρίσματος. Ένα παιχνίδι, με τελικό στόχο ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις του άλλου. Οπλίζεσαι με τα καλύτερά σου κι ορμάς. Άπαξ και δε μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, περνάω στον επόμενο με συνοπτικές διαδικασίες. Μετά από 3-4 αποτυχημένες προσπάθειες, συν 2-3 επιπλέον ποτά, θα γνωρίσω τον Έντουαρτ. Θα τον κρατήσω αυτόν. Έχει χιούμορ κι ωραίο χαμόγελο. Ξέρει να παίζει ο Έντουαρτ. Αισθάνομαι ότι θα χάσω…

Λίγο πριν ξημερώσει, θα με πάρει από εκεί. Θα με πάει στη θάλασσα και θα με φιλήσει με φόντο τα αγριεμένα κύματα και την ανατολή του ηλίου. Λίγο αργότερα, θα μου πει ότι θέλει να με ξαναδεί και θα με αποχαιρετήσει.

Εντάξει, ας επιστρέψουμε στην πραγματικότητα τώρα. Εκεί που τα πίνουμε, θα έρθει στο αφτί μου και θα μου ψιθυρίσει κάτι πρόστυχο. Με εξιτάρει αυτό, θα του το ανταποδώσω. Πολύ γρήγορα θα με πιάσει απ’ το χέρι και θα βρεθούμε σπίτι του. Κάπου εκεί θα πείσω τον εαυτό μου ότι πρέπει να πάει παρακάτω. Ήρθε η ώρα. Και σ’ έκλαψα και σ’ έθαψα και στο μνημόσυνό σου πήγα.

Μου βγάζει τα ρούχα ο Έντουαρτ, ασυγκράτητος είναι. Ακολουθώ… Μόλις τελειώσει, θα ντυθούμε έχοντας κυριευτεί από ντροπή κι αμηχανία που μόνο σε εραστές δεν αρμόζει. Θα φύγω άρον άρον, μην τυχόν και θεωρήσει ότι είμαι καμιά από αυτές που μετά το σεξ το δένουν κόμπο ότι ο άλλος έγινε «δικός» τους.

Μπαίνω στο αυτοκίνητο κι απ’ την αρχή της διαδρομής, εσύ θα ζωντανέψεις! Όσα «αποτάσσω το Σατανά, απεταξάμην» και να πω, εσύ εκεί, συνοδηγός, θα με κοιτάξεις και γεμάτος αυτοπεποίθηση, θα μου πεις: «Κανείς δεν είναι σαν εμένα!».

Θα σταματήσω, θα ανοίξω την πόρτα, θα σε πετάξω έξω, θα την κλείσω κι απ’ το παράθυρο θα σου φωνάξω «Το ξέρω, ούτε καν εσύ πια!». Θα βάλω μπρος και θα φύγω. Επιτέλους σπίτι. Καλά περάσαμε θα πω –σαν να μην έφυγες μια μέρα– και θα πέσω για ύπνο στη μεριά σου. Χρόνια μας πολλά, μωρό μου, χρόνια μας πολλά!

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Σταμπουλή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη