Μία φράση που μας φαίνεται τόσο οικεία ώστε καμιά φορά να αναρωτιόμαστε αν υπήρχε ανέκαθεν ή απλά είναι τόσο εύστοχη γλωσσικά που μας εντυπώνεται βαθιά στο μυαλό είναι η ακόλουθη: Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός! Στην πραγματικότητα, αν την αναλύσουμε θα δούμε ότι αυτό που εννοεί είναι πως αν κάτι φαίνεται πολύτιμο εξωτερικά, δεν έχει απαραίτητα και πραγματική αξία.

Ας μπερδέψουμε λίγο τις λέξεις τώρα κι ας πούμε ότι κάτι, το οποίο εξαρχής δε φαίνεται πολύτιμο, μετέπειτα μπορεί να αποδειχθεί ότι κρύβει έναν αληθινό πλούτο. Η φράση αυτή πολλές φορές εφαρμόζεται και στους ανθρώπους, και γιατί γίνεται αυτό; Γιατί οι άνθρωποι συνήθως όταν περνάνε κάποια μεταβατική φάση στη ζωή τους, δε φροντίζουν να εναρμονίσουν την ψυχολογική τους διάθεση με την εξωτερική τους εμφάνιση, ωστόσο καθρεφτίζονται στο πρόσωπό τους όλες οι ανησυχίες κι οι προβληματισμοί που τους ταλαιπωρούν. Γι’ αυτό το λόγο μπορούμε να καταλάβουμε πότε κάποιος περνάει μία στενάχωρη φάση του, το παρατηρούμε και το συνοδεύουμε απ’ την (κάπως άκομψη αλλά ειλικρινή) ατάκα μας «δε φαίνεσαι πολύ καλά», γιατί ακριβώς έχει παραιτηθεί απ’ την ενασχόληση με την εξωτερική του εμφάνιση κι ό,τι τον παιδεύει μέσα του εκπέμπεται κι έξω του.

Θα ήταν, όμως, λογικό κι ωφέλιμο να το συνεχίζουμε αυτό; Σαφώς κι όχι, γιατί η εξωτερική μας εμφάνιση είναι η ασπίδα που περιβάλλει την ψυχολογία μας και την επηρεάζει κατά κόρον. Κι ακόμη κι αν ο εσωτερικός μας κόσμος έχει διαλυθεί από μια πικρία και μια απογοήτευση κι εμείς καλούμαστε να τον ανασυγκροτήσουμε, δε θα προκύψει αυτή η ανανέωση ομαλά αν αρχίσει απ’ τη μεγάλη εσωτερική αλλαγή που απαιτείται και μετά οδηγηθεί στην εξωτερική. Γατί η πρώτη θα επιτευχθεί πιο δύσκολα και χρονοβόρα απ’ τη δεύτερη.

Ο πιο εύρυθμος τρόπος μεταβολής θα ήταν η κατεύθυνση από έξω προς τα μέσα. Ίσως από κάποιους αυτή η άποψη να χαρακτηριστεί ως επιφανειακή κι επιπόλαια με το επιχείρημα ότι παρατάμε το μέσα μας για κάποιο χρονικό διάστημα για να ασχοληθούμε με την εμφάνισή μας. Όχι, το λιγότερο που προσδιορίζει αυτήν την προσπάθεια μεταβολής είναι η επιπολαιότητα.

Με λίγα λόγια, όταν δηλαδή περιποιούμαστε τον εξωτερικό εαυτό μας, πρώτον αντικρίζουμε μπροστά στον καθρέφτη μας την καλύτερη ίσως πτυχή της φυσικής ομορφιάς μας με μάτια ελαφρώς ανακουφισμένα, μαλλιά χτενισμένα και ρούχα προσεγμένα κι αυτομάτως επέρχεται η λεγόμενη κατάκλιση από αυτοπεποίθηση, επειδή συνειδητοποιούμε την ομορφιά μας, τη δύναμη και την ηρεμία μας, όπως κι επίσης μία διαφορετική αντιμετώπιση των υπολοίπων προς εμάς -οι άλλοι σου μιλάνε με μεγαλύτερη ευκολία ή μαγνητίζεις με μεγαλύτερη άνεση το βλέμμα τους κι εκλαμβάνεις την προσοχή τους, γιατί τους δίνεις την εντύπωση ότι φροντίζεις και σέβεσαι τον εαυτό σου κι αυτό είναι πάντα γοητευτικό. Κι αυτή η μεταβολή στην εξωτερική σου εμφάνιση, που φέρει τη μεταβολή στην κοινωνική σου υπόσταση, είναι λογικό και παρεπόμενο να επηρεάσει και την εσωτερική σου υπόσταση, καθώς καμία αλλαγή δεν αποτελεί ουδέποτε μία στατική κατάσταση.

Είναι απόλυτα κατανοητό ότι ο άνθρωπος πληγώνεται και κάποιες φορές μαχαιρώνεται βαθιά ψυχικά, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι παραιτούμαστε και χαντακωνόμαστε, ούτε εξωτερικά ούτε εσωτερικά. Όταν καταλάβουμε ότι δεν αντέχουμε άλλο κι η διάθεσή μας είναι πεσμένη, αποζητάμε μία αλλαγή που θα φέρει ή έστω θα λειτουργήσει ως κίνητρο για τη συνολική ανανέωση.

Ποια είναι αυτή; Η πιο γρήγορη κι εύκολη λύση είναι να στολίσουμε τη βιτρίνα μας, να προσέξουμε την εξωτερική μας εμφάνιση, στην ουσία εμάς, ώστε κοιτώντας τον εαυτό σου να βλέπεις κάτι το ικανοποιητικό, που θα σε ωθήσει στη σκέψη «αφού μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου από έξω, γιατί να μη τον φροντίσω και μέσα;». Κάπως έτσι επέρχεται η εναρμόνιση του έξω με το μέσα. Τίποτα το επιπόλαιο και σίγουρα τίποτα το επιφανειακό.

Συντάκτης: Βίκυ Αντωνιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη