Η φύση του ανθρώπου ορίζει ότι είμαστε φτιαγμένοι να ζούμε στο φως της ημέρας. Είναι ένας από τους μεγάλους κανόνες της φυσικής εξέλιξης του ανθρώπου. Η νύχτα μειώνει μία από τις πέντε μας αισθήσεις, την όραση.

Δεν είναι τυχαία η ανατριχίλα που νιώθουμε στη ραχοκοκαλιά μας όταν ξαφνικά βρεθούμε σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο. Πόσο μάλλον, όταν τύχει να ξεχαστούμε σε ένα απομονωμένο μέρος, σε ένα δάσος ή μία άδεια βιομηχανική περιοχή.

Από την άλλη όμως, τις νύχτες είναι που νιώθουμε και διαφορετικοί. Λίγο πιο ελεύθεροι. Γιατί η νύχτα δε δυσκολεύει μόνο εμάς να δούμε. Αλλά και τους τριγύρω να δούνε όσα κάνουμε εμείς. Είμαστε λίγο πιο ελεύθεροι. Λίγο πιο χαλαροί. Είμαστε διαφορετικοί τη νύχτα. Μη ξεχνάμε άλλωστε, ότι πάντα τη νύχτα αποφασίζουμε να κάνουμε όσα δεν τολμούμε να πράξουμε τη μέρα.

Μπορείτε να φανταστείτε έναν κόσμο που λειτουργεί μόνο τη νύχτα; Ένα φανταστικό παρόν, όπου η ροή της ζωής είναι ανάποδη. Όπου όλοι κοιμούνται το πρωί και ζούνε το βράδυ. Όλα λειτουργούν διαφορετικά και κάνουν τη ζωή μας λίγο πιο σκοτεινή. Λίγο πιο ελεύθερη και πονηρή.

Νομίζω το πρώτο χαρακτηριστικό που θα είχε ένας τέτοιος κόσμος θα ήταν καταρχήν μία γενικότερη ελευθερία. Δε θα υπήρχε αυτή η αιώνια φοβία του «να μη με δουν» να κάνω κάτι. Όλοι θα είχαν αφήσει τον εαυτό τους λίγο πιο ελεύθερο και συνεπώς θα ήταν και λίγο πιο ειλικρινείς. Θα έβγαζαν τον πραγματικό τους εαυτό, όχι εκείνο που θεωρούν ότι επιβάλλει το περιβάλλον τους να βγάλουν. Θα γνωρίζαμε τότε πραγματικούς χαρακτήρες των ανθρώπων.

Επίσης, θα έπαιζε πολύ μικρότερο ρόλο η εμφάνιση στις ανθρώπινες επαφές. Η εικόνα, αυτό δηλαδή που βλέπει το μάτι, δε θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα προσέχαμε. Εφόσον η όραση δε θα ήταν η πρώτη αίσθηση που θα είχαμε μάθει να χρησιμοποιούμε, θα δίναμε πολύ λιγότερο βάρος στο φαίνεσθαι. Θα είχαμε συνηθίσει να ακούμε τον άλλον περισσότερο, απ’ ότι να τον βλέπουμε. Θα είχαμε έναν άλλο κώδικα αισθητικής, με άλλα λόγια.

Φαντάζεστε έναν κόσμο που ερωτεύεσαι κάποιον μόνο με τη φωνή του και όχι με την εξωτερική του εμφάνιση;

Σίγουρα αυτό θα οδηγούσε σε πιο πραγματικές σχέσεις. Και ίσως πιο ανθεκτικές. Σε μία καθημερινότητα, σκοτεινή μεν εξωτερικά, αλλά πολύ πιο φωτεινή εντός μας. Θα κυριαρχούσε η πραγματική υφή των χαρακτήρων, απαλλαγμένη από την φωτεινή παραπλάνηση της εξωτερικής ομορφιάς. Η εσωτερική ομορφιά θα ήταν το ζητούμενο.

Ακόμα και το σεξ θα ήταν διαφορετικό. Δε θα είχαμε μάθει να ερεθιζόμαστε από την εικόνα, αλλά από την αφή. Η αφή θα ήταν η πηγή της ερωτικής φλόγας. Με κλειστά μάτια θα κάναμε έρωτα. Γιατί προς τα εκεί θα ήταν η φυσική μας ροπή. Να κλείσουμε τα μάτια και να αφήσουμε πρώτα την αφή και μετά τις άλλες αισθήσεις να αποφασίσουν αν περνάμε καλά. Να δώσουμε βάρος σε άλλα πράγματα. Όχι την εικόνα ενός σώματος. Αλλά στην οσμή. Στη βραχνάδα του βογγητού.

Πέρα από τα πρακτικά, που κάνουν μια βραδινή πραγματικότητα σχεδόν αδύνατη, η θεωρητική προσπάθεια να φανταστούμε έναν τέτοιο κόσμο ίσως και να είχε ένα ενδιαφέρον. Γιατί αναδεικνύει άλλες αρετές από αυτές που έχουμε μάθει μέχρι τώρα να μας ορίζουν.

Αναδεικνύει έναν κόσμο που απαιτεί να κλείσουμε τα μάτια για να πάμε μπροστά. Να αφεθούμε σε ό,τι λέει η καρδιά για να αποφασίσουμε το επόμενό μας βήμα.

Εξάλλου τα φαινόμενα απατούν. Πάντα. Η καρδιά ποτέ δε χάνει το δρόμο της όμως. Ειδικά όταν αποφασίζει με τα μάτια κλειστά.

 

Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνου Κυριάκου: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Κυριάκος