Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι περίεργες, ασταθείς, απρόβλεπτες. Οι άνθρωποι γοητεύουν και στη συνέχεια απογοητεύουν. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, επειδή η ειλικρίνεια, τους τρομάζει. Το μυστήριο πάντα φαντάζει πιο θελκτικό. Το δήθεν μυστήριο όμως, αυτό που από πίσω κρύβει μια πολύ συνηθισμένη και χιλιοειπωμένη φράση: «Δεν ξέρω τι θέλω».

Το χειρότερο βέβαια, είναι πως ο καθένας ξέρει ακριβώς τι θέλει απλώς είτε το χάνει, είτε δε διαθέτει τα απαιτούμενα κότσια ώστε να το διεκδικήσει, είτε βρίσκει τρομακτική την τελειότητά του. Αρχικά, λοιπόν, λείπει αυτό το πολυσυζητημένο ξεκαθάρισμα, που δε γίνεται ποτέ, σε πρώτη φάση, μέσα μας. Γουστάρουμε, νοσταλγούμε, νιώθουμε ή απλώς ψάχνουμε τρόπους να γεμίσουμε ό,τι κενά έχουμε; Δημιουργούμε ερωτηματικά πάσης φύσεως, στο περίγυρό μας γιατί πολύ απλά με αυτά ζούμε.

Υπάρχουμε στην εποχή του περίπου. Περίπου επικοινωνούμε, σκεφτόμαστε, θέλουμε, αγαπάμε, μετανιώνουμε, σιχαινόμαστε. Έχουμε σχεδόν σταθερή δουλειά, σχεδόν σχέση. Κι όλα αυτά επειδή φοβόμαστε να υψώσουμε φωνή, πρώτα, στον ίδιο μας τον εαυτό κι ύστερα, σε όλους αυτούς που ενδεχομένως, μας φόρτωσαν τα δικά τους ίσως. Και μετά ακούς το κλασσικό «Να είσαι ο εαυτός σου και να λες πάντα ό,τι σκέφτεσαι». Ωστόσο αυτό δεν το κάνει κανείς, και για πολλούς είναι απορίας άξιον το γιατί. Η αλήθεια είναι πως μπαίνει στη μέση ο εγωισμός. Ναι, αυτό το τόσο παρεξηγημένο συναίσθημα. Αν είχε όμως, μονόπλευρα, αρνητικό περιεχόμενο δε θα διατηρούταν σε τόσες ανθρώπινες ψυχοσυνθέσεις. Διότι ο σωστός εγωισμός αποτελεί άμυνα και διαφύλαξη της αξιοπρέπειας του κάθε ατόμου. Βασικά είναι το κύριο συστατικό του μυστηρίου. Του αυθεντικού, όχι του ντεμέκ. Το θέμα είναι να διατηρηθεί η ισορροπία αφού, ως γνωστόν, η υπερβόλη δεν έκανε ποτέ και σε κανέναν καλό.

Από την άλλη, γιατί να ξεκινήσεις oποιαδήποτε επαφή όταν δεν είσαι διατεθειμένος να φανερώσεις τον πραγματικό σου εαυτό στον απέναντι. Γιατί ο οποιοσδήποτε, έστω περαστικός άνθρωπος στη ζωή σου να μην έχει τη σωστή και ολοκληρωμένη άποψη για σένα. Θα είσαι περισσότερο ευχαριστημένος αν απορρίψει ή αν του αρέσει, αντίστοιχα, το ψεύτικο εγώ σου; Έχω σοβαρές υποψίες πως σε περίπτωση που θα αρέσει σε εσένα το δικό του πραγματικό εγώ θα μετανιώνεις πολύ καιρό για τη δηθενιά που του προέβαλες.

Μην πασχίζεις να αποδείξεις πόσο ξεκάθαρος είσαι μόνο και μόνο επειδή γνωρίζεις πως αυτό δε συμβαίνει ούτε κατά διάνοια. Πες τι ακριβώς σκέφτεσαι, τι σου αρέσει, τι όχι. Γιατί μένεις ή γιατί μπορεί και να φύγεις. Όχι άλλες δικαιολογίες όμως, όχι άλλα κλισέ και χρυσωμένα χάπια. Ο κάθε άνθρωπος με IQ άνω του μετρίου και μάτια ανοιχτά ξέρει αν θες ή όχι πριν του το πεις. Στο κάτω κάτω τα λόγια δεν είπαν ποτέ και τίποτα σε κανέναν όταν δεν συνοδεύτηκαν απ’τις ορθές πράξεις.

Μην πεις «θέλω κάποιον σαν εσένα». Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το αν είναι το θεωρητικό αντικείμενο της επιθυμίας σου. Άλλωστε πόσες φορές μας κέντρισαν την προσοχή άνθρωποι που, θεωρητικά, δεν είχαν κανένα γοητευτικό χαρακτηριστικό κατ’εμάς. Πόσες φορές μας παρέσυρε απλώς ο τρόπος που μιλούσε κάποιος, που κοιτούσε, που κινούταν ή που μας προσέγγισε. Αν μη τι άλλο, υπάρχει μια δόση μαγείας στο ότι ξέρεις πως δεν ταιριάζεις με κάποιον σε τίποτα και ταυτόχρονα, στα πάντα. Αυτό μπορεί να αποδοθεί κι ως χημεία. Είναι το συστατικό που σε κάνει να ξεχωρίζεις μια σχέση από μια προηγούμενη ή μια επόμενη. Αναμφίβολα, αντιτίθεται σε ό,τι ορίζεται ως βολή, ανία, ρουτίνα.

Αν, λοιπόν, έχεις βρει τον άνθρωπο που μπορείς να του δείξεις ποιος πραγματικά είσαι, που ξέρει τι σκέφτεσαι πριν καν το σκεφτείς και που όλα αυτά σου τα βγάζει εκείνος χωρίς προσπάθεια, αξίζει να τον αφήσεις να το ξέρει. Να παραμερίσεις τα σχεδόν και τις βολές. Για αρχή επειδή το οφείλεις σ’εσένα. Τετριμμένο, αλλά το τι θα κάνει ο απέναντι είναι δική του δουλειά.

Επιμέλεια Χρύσας Τικοπούλου: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Χρύσα Τικοπούλου