Ήρθε επιτέλους εκείνη η εποχή του χρόνου που κλειδώνεις όλα τα μάλλινα ρούχα, τα παλτά σου και τις κουβέρτες, τα στριμώχνεις όλα όπως-όπως στον επάνω χώρο της ντουλάπας και κατεβάζεις υφάσματα ανάλαφρα, λινά και χρωματιστά, σανδάλια και ψάθινα καπέλα.

Βρίσκεσαι πάλι στην εποχή που καίγεσαι απ’ τη ζέστη, που πας να κοιμηθείς ξημερώματα και μόλις ξαπλώσεις ακούς ένα σπαστικό ζουζούνισμα στο αφτί σου από ένα χαζό κουνούπι που αποφάσισε να το παίξει επαναστάτης σε πορεία, καθώς ετοιμάζεσαι να κλείσεις τα μάτια σου.

Η εποχή που βρίσκεσαι καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας με μια παντόφλα στο χέρι μπας και βρεθεί μπροστά σου καμιά κατσαρίδα και πρέπει να δώσεις μαζί της σκληρή μάχη για να επιβιώσεις. Καλά κατάλαβες. Ήρθε επιτέλους το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι που το περιμένεις από τέλος Σεπτεμβρίου και περνάς μια κατάθλιψη μες στη μουντάδα μέχρι να ξανάρθει.

Το καλοκαίρι σου, που δε σε νοιάζει τίποτα. Ούτε καν ο ύπνος παρ’ όλο που τον υπόλοιπο χρόνο κοιμάσαι σαν αρκούδα που πέφτει σε χειμερία νάρκη, το καλοκαίρι δε σε ενδιαφέρει αν θα μείνεις άυπνος και πας σερί στη δουλειά. Γιατί καλοκαίρι σημαίνει να κοιμάσαι λιγότερο από πέντε ώρες και να μη σε σκας ούτε για την κούραση ούτε για τους μαύρους κύκλους.

Καλοκαίρι είναι όταν δε σε νοιάζει που θα ξυπνήσεις πρωί για δουλειά. Γιατί απλά περιμένεις να έρθει η ώρα που θα σχολάσεις και θα ‘χει ήλιο ακόμη. Για να να πεταχτείς στη θάλασσα για λίγες στιγμές χαλάρωσης -κι ας είσαι πτώμα όταν επιστρέψεις σπίτι.

Μα ούτε εκεί σταματάς. Ίσως σου πέρασε η ιδέα να ξαπλώσεις, μα σου έρχεται μήνυμα για χαλαρό ποτάκι με φίλους. Σιγά μην πεις «όχι». Παγωμένη μπιρίτσα και κουβεντούλα, συντροφιά με καλή παρέα κι εσύ θα προτιμήσεις το κρεβάτι σου με το κλιματιστικό;

Το καλοκαίρι βιάζεσαι, θες να το χορτάσεις, να τα κάνεις όλα κι έχεις μια αίσθηση πως ο χρόνος δε σου φτάνει. Κι ισχύει αυτό. Γιατί όταν περνάς καλά, ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι. Δεν παίρνεις καν χαμπάρι πότε το ρολόι πήγε δύο ή τρεις, γιατί οι άνθρωποι γύρω σου είναι χαλαροί κι η ατμόσφαιρα ξέγνοιαστη.

Τα νυχτοπερπατήματα αρχίζουν απ’ τις δέκα και μετά, εκείνες οι χαλαρές έξοδοι για κοκτέιλ κάπου με θέα τη θάλασσα. Σπάνια θα βγεις πριν τις έξι και θα γυρίσεις στις δέκα. Άλλωστε, το απόγευμα βρίσκεσαι ακόμα στην παραλία κι εξάλλου προτιμάς να βγεις πιο αργά, να ‘χει δροσίσει λιγάκι και το αεράκι.

Ενώ τον χειμώνα ψάχνεις αφορμή να μείνεις σπίτι και να κοιμηθείς νωρίς, τυλιγμένος με την κουβερτούλα σου, το καλοκαίρι σε αλλάζει, σε κάνει άλλον άνθρωπο, πιο χαρούμενο, κοινωνικό κι εξωστρεφή. Ένα έναυσμα χρειάζεσαι και ξεπορτίζεις αμέσως, χωρίς να σε νοιάζει τι ώρα θα επιστρέψεις κι αν έχεις πολύ πρωινό ξύπνημα.

Το καλοκαίρι, ξεχνάς ακόμα και το φαγητό. Ε μα, φυσικά, η ώρα δύο που θα επιστρέψεις τι θα φας; Λίγο καρπουζάκι παγωμένο, που δεν έχει και πολλές θερμίδες. Εκεί που τον χειμώνα έτρωγες ακόμη και τις χαρτοπετσέτες απ’ τα ντελίβερι, τώρα δε σε πολυνοιάζει.

Βασικά τις περισσότερες φορές δεν έχεις καν χρόνο για να σκεφτείς πως πεινάς. Θα τσιμπήσεις κάτι στην παραλία ή αν κάτσετε για κάνα ουζάκι με την παρέα. Θα τη βγάλεις κυρίως με σαλάτες, πού καιρός για να μπεις στην κουζίνα, ενώ σε περιμένουν τόσες βόλτες και περιπλανήσεις.

Γιατί αυτό είναι το καλοκαίρι. Στιγμές χαλάρωσης με πρόσωπα αγαπημένα. Νυχτοπερπατήματα και κουβέντες στη βεράντα μέχρι τα ξημερώματα. Βουτιές κάτω απ’ τον ήλιο και κάτω απ’ το φεγγάρι, χωρίς να κοιτάς το ρολόι. Τσακωμένος με την αίσθηση του χρόνου. Να μη σε νοιάζει που δε θα κοιμηθείς. Γιατί καλοκαίρι σημαίνει να κοιμάσαι λιγότερο από πέντε ώρες κι η ζωντάνια και το χαμόγελό σου να μη σε εγκαταλείπουν στιγμή.

Συντάκτης: Μαρία Τσίβικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη