Τι σου έκαναν, μάτια μου; Ποιος έχει πληγώσει αυτή την ψυχή που εγώ ορίζω ως την ομορφότερη αυτού του κόσμου; Γιατί σκοτείνιασε το μέσα σου; Τον ξέρω πια αυτόν τον δισταγμό στο βλέμμα σου. Τον βλέπω στις σιωπές σου, εκεί που η ματιά σου αφήνεται στον ορίζοντα. Τον νιώθω ανάμεσα στα φιλιά σου, σε εκείνους τους αναστεναγμούς σου. Τον ακούω στις ανασφάλειές σου, σε εκείνες τις φοβισμένες σου προτάσεις.

Άραγε, να σου έταξαν τα πάντα και στο τέλος να σε άφησαν με το λίγο που τους βόλευε; Άραγε, να τους έταξες πολλά κι εσύ και να μη σε άφησαν να τους  τα δώσεις; Σε ξεγέλασαν με έρωτες και καψούρες; Τζογάρανε  τους ανικανοποίητους  πόθους σου για την ανικανοποίητη απληστία τους;

Σου έμαθαν λάθος την αγάπη, αγάπη μου. Σου έμαθαν ότι πρέπει να τους κυνηγάς για να στη δίνουν. Σου έμαθαν πως κάποτε, όταν το διαλέξουν εκείνοι, απλώς στερεύει και δεν έχει άλλη. Σου έμαθαν πως αυτοί που αγαπούν στο τέλος φεύγουν κρατώντας ό,τι επιθυμούν κι αφήνοντάς σε με ό,τι σε πονά. Σου έμαθαν πως είναι ρίσκο η αγάπη, έτσι δεν είναι;

Ε, όχι! Δεν είναι ρίσκο η αγάπη. Όχι τουλάχιστον η δική μας.  Η δική μας αγάπη είναι επένδυση κι έχει ως εγγύηση δυο ανθρώπους που στο «μαζί» βρήκαν τον προορισμό της ζωής τους. Τι έχεις, λοιπόν, να φοβάσαι; Ξέχνα τις νύχτες που στην αϋπνία μετρούσες τα λάθη σου. Ξέχνα και τις μέρες που στην παραίτηση χάριζες τις στιγμές σου. Ξέχνα τον χρόνο που έχασες κι έλα να χάσουμε μαζί την αίσθηση του χρόνου.

Δεν ξέρω πόσοι και γιατί έφυγαν, αλλά εγώ ήρθα για να μείνω. Και δε με νοιάζει αν ακόμα αδυνατείς να το πιστέψεις. Με νοιάζει πως το νιώθεις. Το νιώθεις σε εκείνα τα φιλιά μου στο μέτωπό σου, όταν κλείνεις τα μάτια και ξεφυσάς με ανακούφιση. Το νιώθεις σε εκείνη την αγκαλιά μου, όταν τυλίγεις κι εσύ τα χέρια σου γύρω μου και κλειδώνεσαι εκεί. Το νιώθεις σε εκείνα τα ακατάπαυστα γέλια μας, όταν φωτίζεται όλο σου το πρόσωπο. Το νιώθεις σε εκείνα τα όνειρά μας που αποδεικνύονται τελικά σχέδια, όταν ένα-ένα πραγματοποιούνται.

Ήρθα και θα μείνω. Και δισταγμούς εγώ δεν έχω. Στα μάτια σου βλέπω έναν αλλιώτικο κόσμο, μοναδικό και στα χέρια σου νιώθω αυτή την οικειότητα που όμοιά της δεν έχω ξανααισθανθεί. Στο χαμόγελό σου μου χαμογελά η ζωή και στα λόγια σου ακούω την αλήθεια που νόμιζα πως όλοι είχαν ξεχάσει από επιλογή.

Τι άλλο, λοιπόν, να ζητήσω εγώ, εκτός από έναν άνθρωπο που μ’ αγαπάει πολύ γι’ αυτό που είμαι; Τι άλλο να ζητήσω, εκτός από έναν άνθρωπο που μ’ αγαπάει εξίσου πολύ όταν κι εγώ χάνω πού και πού τον εαυτό μου; Τι άλλο να ζητήσω, εκτός από μια ζωή που αξίζει διπλά, όταν τη ζούμε μαζί;

Δε φεύγω. Βγάλε το πόδι απ’ τον συμπλέκτη. Δε θα χρειαστεί να κατεβάσεις ταχύτητα μαζί μου. Στο λέω εγώ, που κάθομαι συνοδηγός σου και που κάθε κίνδυνος για σένα είναι ίδιος και για μένα. Μην κρατάς τους τύπους. Σκέψου, άλλωστε, πόσες φορές τους κράτησες και τελικά αποδείχθηκαν μάταιοι. Αφέσου σε αυτό που πρώτη φορά αφήνεται σε σένα και λέγεται ατόφια, ανεπεξέργαστη, ευτυχία.

Δε φεύγω. Πες το, γράψ’ το, ρώτησέ το μου, ζήτησέ μου να στο αναλύσω, κάνε ό,τι θέλεις κι ό,τι χρειάζεσαι προκειμένου να καταλάβεις πως αυτό που μας συμβαίνει δεν έχει ημερομηνία λήξης.  Δε θα το εγκαταλείψω ποτέ. Μαζί θα διαψεύσουμε τις φωνές που προσπαθούν να πείσουν το μυαλό σου για το αντίθετο.

Δε φεύγω. Ξέχνα τις τακτικές σου κι όλα τα πλάνα που ‘χεις σκεφτεί πως θα σε σώσουν στην περίπτωση που σε απογοητεύσω κι εγώ όπως κι όλοι τους.  Μη μου κομπιάζεις στο «σ’ αγαπώ» και μη μου φοβάσαι στο «για πάντα». Για εσένα και για μένα αν αυτά τα δύο δεν πάνε μαζί, δεν αξίζουν.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη