Βασανιστικές αποδείχθηκαν οι ανικανοποίητες πτυχές του εαυτού μου, βασανιστικά κι εκείνα τα βράδια που κοιμόμουν μ’ αυτό το ανυπέρβλητο εσωτερικό κενό, με αυτή τη βαθιά ακαταμάχητη ανάγκη να τα κάνω και να τα πετύχω όλα. Πλεονεξία ή ματαιοδοξία, φιλοδοξία ή όνειρο, πια δεν έχει καμία σημασία. Ό,τι με έθρεψε, αυτό και με κατέστρεψε, έτσι για να μου θυμίσει πως τα όμορφα δεν είναι αυτά που δεν έχουν έρθει ακόμα, αλλά αυτά που βρίσκονται ήδη εδώ.

Στα μάτια τα δικά μου και στα μάτια όσων με αγαπούσαν, έβλεπα πάντα αυτά τα γεμάτα προσδοκίες «μπορείς» κι αυτά τα «σου αξίζουν πολλά», που ήθελαν τόσο να με παρακινήσουν να κυνηγήσω εκείνη την ιδεατή κατάσταση ενός ανθρώπου που ξέρει πως έκανε πάντα το καλύτερο που μπορούσε για τον εαυτό του. Ξέρεις όμως τι μου άξιζε πιο πολύ απ’ όλα; Να είμαι ευτυχισμένη! Κι αυτό δυστυχώς δεν το μπόρεσα ποτέ.

Δεν το μπόρεσα, γιατί έψαξα την ευτυχία στο «θα» και στο «αν». Με φανταζόμουν να χαμογελάω στις φωτογραφίες του μέλλοντος που δεν είχαν τραβηχτεί ακόμη, κι έμενα αγέλαστη στις φωτογραφίες του παρόντος. Ονειρευόμουν πάντα το καλύτερο κι απαξίωσα το καλό, αφήνοντας στιγμές, ανθρώπους και καταστάσεις να περάσουν από μπροστά μου σαν να μην υπήρξαν ποτέ, έτσι γιατί ό,τι κι αν γινόταν, ό,τι κι αν έκαναν, για εμένα υπήρχαν πάντα αυτά τα σαγηνευτικά αόριστα κάποιος, κάτι, κάπου, κάποτε να με αποπροσανατολίζουν.

Κι έκανα βήματα βιαστικά, βήματα μεγάλα, βήματα που αντί να με φέρνουν πιο κοντά στο όνειρο, με απομάκρυναν από τον εαυτό μου. Έτσι έμεινα μετέωρη ανάμεσα σε μια πραγματικότητα στην οποία αδυνατούσα να βολευτώ και μια φαντασίωση που δεν μπορούσα να φτάσω. Και κάπου εκεί αναρωτήθηκα αν το να κυνηγάω τη μοίρα μου έχει άραγε ποτέ τέλος. Η μια προσδοκία θα έφερνε πάντα μια άλλη, κι από άνθρωπος που απολαμβάνει, θα ήμουν πάντα άνθρωπος που επιθυμεί, πληγωμένος απ’ το άδειο παρελθόν του, απογοητευμένος απ’ το ανεπαρκές παρόν του  και κουρασμένος απ’ το ανέφικτο μέλλον του.

Για όλο αυτό κατηγόρησα πολλούς και πιο πολύ κατηγόρησα εκείνους που από αγάπη και θαυμασμό πίστεψαν σε μένα, γιατί νόμιζα πως αν δεν είχαν βάλει μέσα μου την ιδέα να διεκδικώ,  ίσως να είχα μάθει να εκτιμώ. Ξέρω, όμως, καταβάθος πως δε φταίνε. Φταίω εγώ, που έμαθα να είμαι περήφανη για όσα θα πετύχω κι όχι για όσα έχω ήδη πετύχει. Φταίω εγώ, που ντράπηκα να παραδεχτώ πρώτα σε εμένα και μετά σε εκείνους πως δεν μπόρεσα, δεν άντεξα. Φταίω εγώ, που θυσίασα το σήμερα για το αύριο και που διάλεξα να μην ανήκω πουθενά για να μπορώ να φεύγω ευκολότερα.

Η ζωή μου είναι εδώ κι η ζωή μου είμαι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα πιο δεδομένο απ’ το τώρα. Τα όμορφα δεν τα έφτασα ποτέ, γιατί δεν τα έβλεπα, όχι γιατί δεν υπήρξαν στ’ αλήθεια. Και δεν είναι αργά να τα δω ακόμα. Αργά θα είναι αν εν γνώσει μου αφήσω κι άλλο χρόνο να πάει χαμένος, αν εν γνώσει μου επιδοθώ σ’ ένα ακόμη εξαρχής χαμένο κυνηγητό. Ό,τι έχασα μπορεί πράγματι να χάθηκε ανεπιστρεπτί, αλλά ότι δεν έχω χάσει ακόμη δε θα έχει χαθεί μέχρι εγώ να το αφήσω να συμβεί. Κι αυτό είναι το πιο μεγάλο «μπορείς» και το πιο μεγάλο «σου αξίζει», που είναι σειρά μου τώρα να πω στον εαυτό μου.

Γιατί αυτοπραγμάτωση δε σημαίνει να βρεις την ισορροπία αποκτώντας τα πάντα. Δε γεννήθηκε κανείς για τα πάντα. Αυτοπραγμάτωση σημαίνει να μπορέσεις να νιώσεις πλήρης στα υπαρκτά δεδομένα της ζωής σου, να προσπαθήσεις κι όχι να εξαντληθείς, να ονειρευτείς κι όχι να χαθείς. Κανένα κυνήγι χαμένου θησαυρού δεν έχει για έπαθλο την ευτυχία, κι αυτό το ξέρεις. Την ευτυχία τη φτιάχνεις, δεν τη συναντάς, απλώς είναι ευκολότερο να νομίζεις πως κάπου αλλού υπάρχει κι όχι πως την έχεις εσύ.

Γιατί είσαι διατεθειμένος για πολλά ταξίδια, εκτός απ’ το δυσκολότερο· το ταξίδι στο μέσα σου.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου