Αντιθέσεις κι αντιφάσεις. Μια ζωή παραδομένη και βαρετή, που αναγεννιέται στηριζόμενη σε εξαιρέσεις. Αυτό που είμαι κι αυτό που μπορώ να γίνω με το σωστό κίνητρο, για τον κατάλληλο άνθρωπο. Ένα πρόσωπο που σκυθρώπιασε, όταν πείστηκε πως όλα ήταν μονότονα. Μονότονα και κάπως άνοστα, μα στο «αλλά» γεύτηκε ξανά τον έρωτα.

Είχα σιχαθεί το κινητό μου. Αδιάφοροι επισκέπτες, που έστελναν γοητευτικές καλησπέρες και ξενέρωτες κολακείες. Αλλά εσύ ήσουν αλλιώς. Εσύ με κέρδισες στις προτάσεις που άφηνες ημιτελείς και στα τραγούδια που άφηναν πάντα υπονοούμενα. Κι είχα βαρεθεί να βγαίνω τα βράδια περιφέροντας τα παγάκια μες στο ποτό μου και πλήττοντας. Αλλά εσύ έδωσες λόγους στα μάτια μου να τριγυρνάνε μες στο πλήθος παρακαλώντας να διασταυρωθούν με τα δικά σου και να κολλήσουν.

Δε μου τραβούσε τίποτα την προσοχή. Όλοι ντυμένοι με την πιο ωραία εκδοχή του εαυτού τους, πουλούσαν εντύπωση, για να αγοράσουν απολαύσεις. Αλλά εσύ, με τα χέρια στις τσέπες κι εκείνο το διστακτικό χαμόγελό σου, φορούσες όλη σου την αλήθεια στην απλότητά σου. Κι εγώ ασφυκτιούσα μέσα σε εκείνα τα τέλεια ρούχα σε καθόλου τέλειες εξόδους, αλλά εσύ με εκείνο το απλό, σκέτο μπλουζάκι που κάποτε μου δάνεισες να φορέσω, πότισες το μυαλό μου με το άρωμά σου κι αυτό ήταν ό,τι πιο άβολα βολικό είχα φορέσει ποτέ μου.

Και δεν ήθελα πολλά-πολλά. Οι επαφές μου στην τυπικότητα ολοκλήρωναν την αποστολή τους. Τυπικά ανολοκλήρωτες, άλλωστε, πάντα κι οι προσδοκίες μου. Αλλά εσύ ξύπνησες κάτι από ανάγκη για το περισσότερο, για το κάτι παραπάνω. Εσύ δεν είχες τύπους. Είχες μπόλικη, χύμα, αυθεντικότητα απ’ την πρώτη μας χειραψία, τότε που δώσαμε τα χέρια σαν σε συμφωνία με το αλλιώτικο, σαν σε συναίνεση, με το πρωτόγνωρο.

Ούτε λόγος για αγάπες κι έρωτες. Τάματα όλα τους που αυτοαναιρούνταν υποκύπτοντας σε αμαρτίες. Γιατί οι πειρασμοί ήταν ανέκαθεν μάλλον πιο δελεαστικοί απ’ τους στόχους. Αλλά εσύ, χωρίς περίσσειες κουβέντες, με αμφιβολίες κι επιθυμίες, διεκδίκησες από μένα να παλέψουμε ό,τι στα χρόνια έχει φανεί ανέφικτο. Μεγαλώσαμε. Το ροζ έχει χάσει από καιρό τη γοητεία του. Όλα έγιναν ανάγκες του μυαλού που ολοκληρώνουν το σώμα. Αϋπνίες και πάθος, προβλήματα και κατανόηση, όνειρα και συντροφικότητα. Και τα έχεις όλα και τα θέλω όλα.

Πόση προοπτική κρύβει μέσα του ένα μονάχα «αλλά»; Πώς μια λέξη με δυο ζευγάρια γράμματα έρχεται κι ανατρέπει όσα μπόρεσαν να αυτοπροσδιοριστούν για δεδομένα; Κατάλοιπα κι απωθημένα πάντα ξεβολεμένα, πάντα ανήσυχα και πάντα αντιδραστικά. Πότε-πότε αυτοκαταστροφικά πάνω στον πανικό τους να ταιριάξουν κάπου. Αλλά μαζί σου ηρέμησε ο κόσμος, γαμώτο. Ηρέμησες τις μέρες κι αναστάτωσες τις νύχτες. Έτσι απλά.

Σε όλες τις συζητήσεις με τα χιλιοειπωμένα κλισέ, οι άλλοι περιέγραφαν πάντα τις σχέσεις τους κι εγώ απλά βαριόμουν. Γιατί συνήθισαν να ζουν ξενερωμένοι ή γιατί ξέχασαν να ζουν αλλιώς. Γιατί απ’ την ανάγκη τους να ζήσουν ένα παραμύθι, πούλησαν ή τους πούλησαν παραμύθια και ξεπουλήθηκαν τελικά γι’ αυτά. Αλλά εσύ δεν ήσουν ποτέ για πολλές αφηγήσεις. Κι είναι τόσο γενικά τα κλισέ, για να περιγράψουν αυτά που είναι τόσο ειδικά μαζί σου και μόνο μαζί σου.

Εγώ αν έχω εσένα, δε θέλω άλλα. Θέλω μόνο αυτά τα «αλλά» σου ως απάντηση στους συμβιβασμούς μου με το συνηθισμένο.  Με αυτά τα «αλλά» κι απόψε επαναστατούμε σε εκείνους που νομίζουν πως οι έρωτες πεθαίνουν στις σύντομες καταλήξεις.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη