Εκείνο το καλοκαίρι που έφυγες δεν ένιωσα καθόλου ήλιο στο νησί. Κυρίως σύννεφα και βροχές. Λες και δεν ήταν γραφτό να χαρώ καλοκαίρι χωρίς εσένα. Λες κι έπαιζε κάποιος με τις αντοχές μου, σαν να ήξερε πόσο άρεσαν και στους δύο οι βροχερές μέρες, που ούτως ή άλλως τις κουβαλούσαμε μέσα μας.

Είναι που δεν καταφέραμε ολόκληρο χειμώνα να κάνουμε εκείνη τη βόλτα στη βροχή που λαχταρούσαμε και τώρα βάλθηκε η μοίρα να μου υπενθυμίζει εκείνα που δεν προλάβαμε να ζήσουμε.

Μα ο χρόνος, όντως, κάνει θαύματα. Βγάζει μάσκες, σκίζει περιτυλίγματα. Τώρα πλέον δε μου θυμίζεις σε τίποτα αυτό που συνάντησα κάποτε και βιάστηκα να το ονομάσω δικό μου. Ό,τι κι αν κάνεις δεν το θαυμάζω. Τα λόγια σου με αφήνουν αδιάφορη κι η μορφή σου καμιά ταραχή δε μου προκαλεί. Δεν έχεις τίποτα να κρύψεις από μένα. Καταλαβαίνω ακριβώς πώς είσαι κι όλα εκείνα που θέλεις να σιωπήσεις, αυτό είναι ίσως που σε τρομάζει τόσο.

Ζήσε στην αυταπάτη σου πως δε σε ξέρω καλά, πως ποτέ δε σε έμαθα, μα θα σε πληροφορήσω πως σε λάθος συμπεράσματα έφτασες πάλι. Γιατί είμαστε φτιαγμένοι απ’ το ίδιο υλικό. Απλώς εγώ κατάφερα πιο γρήγορα να το δω. Είχα, βλέπεις, μεγαλύτερα κότσια από εσένα να τολμήσω εκείνο που σου φαινόταν ανούσιο.

Όλοι με τις πληγές μας πορευόμαστε. Κάποιους τους πονούν ακόμα, ενώ κάποιοι συμβιβάστηκαν στη θύμησή τους κι αγάπησαν κάθε τους σημάδι. Υπάρχουν κι εκείνοι, όμως, που ρίχνουν αλάτι στις πληγές μας. Εκείνοι που δε μας αφήνουν να επουλωθούμε με την ησυχία μας. Επιστρέφουν σαν ανεμοστρόβιλοι στη ζωή μας, ξανά και ξανά.

Κατάλαβα πως σε ξεπέρασα όταν δε με ένοιαζε πια πώς θα ήσουν μαζί μου. Ή ακόμη καλύτερα πώς θα ήμουν εγώ μαζί σου. Ξέρω πια πως δεν κρατάς εσύ την ευτυχία μου, γιατί αν ήταν έτσι θα ήσουν εδώ κι όχι τόσο μακριά μου. Αν ήσουν για μένα θα βρισκόσουν δίπλα μου, υπό οποιαδήποτε συνθήκη. Θα ήμουν προτεραιότητα, επιλογή και πρώτη γραμμή στη θύμησή σου και στη ζωή σου.

Αν ήθελες, θα μπορούσα. Αν μπορούσες, δε θα το σκεφτόμουν στιγμή. Χρόνος παρελθοντικός. Κανένα από αυτά δεν έχει σημασία, γιατί τώρα πια ξέρω. Ξέρω πως το παράπονό μου για σένα το έκρυψα καλά. Τόσο καλά που ακόμα κι εγώ το ξέχασα. Αν το καλό μου είναι να είσαι μακριά μου τότε εκεί να μείνεις. Όλα εδώ είναι καλύτερα χωρίς εσένα και τη μορφή σου.

Να ‘σαι καλά και να προσέχεις, μα δε με αφορά πια αν θα γυρίσεις. Απόψε πίνω για σένα. Μπήκα στην τελική ευθεία, σε λίγο θα φτάσω στη γραμμή του τερματισμού κι εσύ θα μείνεις πια πολύ πίσω μου, ενώ μπροστά μου θα είναι μονάχα η νίκη.

Τελευταία μεθύσι που στο αφιερώνω. Για σένα που στα χέρια σου κρατούσες το δέκα το καλό κι έπαιξες λάθος την παρτίδα. Για σένα που σου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες και τις πέταξες στα σκουπίδια. Για σένα, λοιπόν, που με φοβήθηκες, σου αφιερώνω τον τελευταίο χορό και το τελευταίο ποτήρι. Εβίβα!

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Αποστολάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη