Φοβάσαι. Το ήξερα πριν καν σου μιλήσω. Ασφαλής στις αποστάσεις τριγυρνούσες μες στο πλήθος. Όλα βολεμένα στο τόσο όσο. Στο τόσο όσο κι εσύ. Η ενοχή βάραινε πρώην κι ανύπαρκτους. Εκείνους, που στην ομορφιά της ψυχής σου είδαν εφήμερες απολαύσεις και ξελόγιασαν τις ανάγκες σου μήπως γίνεις για λίγο δική τους.

Δειλιάζεις. Ξέρεις τι θέλεις, αλλά αμφιβάλλεις καιρό τώρα, αν υπάρχει ό,τι γυρεύεις. Μαντεύεις πώς θα στο τάξουν, θα στο παρουσιάσουν  ιδανικό και θα στο αφήσουν όπως πάντα ημιτελές. Κι οι βεβιασμένα εξαναγκασμένοι πόθοι δεν ημερεύονται μετά εύκολα. Βασανίζουν τις μέρες σου επιζητώντας αυτό που νόμιζαν πως είχε έρθει η ώρα να ζήσουν. Σ’ εκδικούνται γι’ αυτά που τόσο θα ‘θελες κι εσύ να είχε έρθει η ώρα να ζήσεις.

Αν σου έλεγα ότι μ’ αρέσουν οι φοβίες σου, τι θα μου απαντούσες; Θα με πίστευες; Μάλλον όχι. Αλλά τι πιο όμορφο από έναν άνθρωπο που δεν έχει ευτελίσει αυτό που γεννήθηκε για να λατρευτεί ως μοναδικό; Τι πιο όμορφο από έναν άνθρωπο που διατηρεί πάσει θυσία μέσα του την αυθεντικότητά του; Τι πιο όμορφο από έναν άνθρωπο που φυλάει το «όλο» του για κάποιον που θα τον θέλει έστω και για το «λίγο» του;

Στα μηνύματα πάντα κάτι γράφεις και κάτι σβήνεις. Χαμηλώνεις το βλέμμα. Μπλέκεις περίεργα τα δάχτυλά σου μεταξύ τους. Δε θες να σου πω αυτό που θα μαντέψω ότι θέλεις να ακούσεις. Γι’ αυτό δε μου δίνεις πατήματα. Εξαφανίζεσαι για ώρες ή και μέρες. Έτσι ισορροπείς τη συνθήκη περιορισμού μου. Έτσι μου δείχνεις ότι δεν ήρθε ακόμα η ώρα.

Άσε με να αγαπήσω τους φόβους σου. Δε ζητιανεύω την εμπιστοσύνη σου με ελεημοσύνες. Είμαι εδώ για να την αξίζω. Πες μου όλα αυτά που φαντάζεσαι ότι υποκρίνομαι πως είμαι. Μίλα μου για όλα εκείνα που νομίζεις πως θα διαψεύσω σε μια νύχτα. Μη διστάσεις να είσαι ειλικρινής για εκείνα που σου είπαν κάποιοι για μένα. Μήπως σε τρομάζει αυτό που σου παρουσίασαν πως κάποτε υπήρξα;

Όταν ντρέπεσαι, όταν διστάζεις, όταν συγκρατείσαι, όταν μαζεύεσαι, σ’ ερωτεύομαι κάθε φορά και περισσότερο. Γιατί είσαι τόσο αληθινή, γαμώτο. Κι αυτό με σαγηνεύει. Δε σε μάγκεψαν οι καιροί. Δε σε μαζοποίησαν οι επαναλήψεις. Δε χάθηκες μες την ανάγκη σου να νιώσεις δυνατή.  Οι αδυναμίες σου είναι αυτές που με πεισμώνουν να σε πείσω.

Δε θέλω να σε κάνω να μη φοβάσαι. Θέλω να σου δείξω πως ό,τι φοβάσαι δεν μπορεί να με κρατήσει μακριά σου. Δε θα λιποψυχήσω επειδή μου δίνεις ελάχιστα. Δε θα βολευτώ με τα εύκολα. Δε θα παραιτηθώ επειδή πρέπει να προσπαθήσω για να σε έχω.

Άσε με να σου δείξω πως αυτό που φοβάσαι δεν είμαι εγώ. Είναι τα απομεινάρια όλων εκείνων που δεν ήξεραν τι έχασαν. Κι εγώ δεν προτίθεμαι να σε χάσω. Είναι οι εκδοχές μιας ζωής που δε θα ζήσεις μαζί μου. Μαζί μου οι φόβοι σου απλώς θα αυταποδείξουν άχρηστη την ύπαρξή τους και θα κάνουν στην άκρη. Κι όταν κάνουν στην άκρη θα σε αγγίξω εγώ.

Γι’ αυτό σου λέω. Άσε με να μάθω τους φόβους σου και να τους λατρέψω όπως ποθώ όλα όσα είναι δικά σου. Δεν προσβάλλομαι, δεν αποθαρρύνομαι, δεν κουράζομαι. Μοιράσου τους μαζί μου μ’ όλη τους την ωμότητα. Όσους γρίφους κι αν χρειαστεί να ξεδιαλύνω. Όσες αποστάσεις κι αν χρειαστεί να διανύσω. Όσες φορές κι αν χρειαστεί να επαναλάβω αυτά που δε σε συνήθισαν να ακούς.

Όσο δύσκολη κι αν θα ‘ναι η διαδρομή, εγώ θα σε ευχαριστώ γιατί δεν προσποιείσαι τίποτα περισσότερο από αυτό που είσαι στ’ αλήθεια. Η κοπέλα με τη φυσική συστολή, τη ρομαντική οπτική, τη σπάνια ευαισθησία. Θα ερωτεύομαι την προοπτική στο χάος των ματιών σου. Θα ψάχνω την άκρη στο κουβάρι όσων θα μπλέξουμε οι δυο μας. Θα μάθω να διαβάζω τα μηνύματα που σβήνεις μόλις γράψεις. Αλλά δε θα φύγω. Εμένα ο τόπος μου είσαι εσύ.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα