Το ήθελαν. Το άξιζαν. Και το πάλευαν. Νύχτα-μέρα. Με ‘κείνο το κουράγιο που τόσο θαύμαζες στα μάτια τους. Με ‘κείνη τη δύναμη ψυχής που ούρλιαζε  βουβά «μπορώ» πάνω από ανοιγμένα βιβλία, μπροστά σε οθόνες υπολογιστών, μέσα σε γήπεδα και σε γραφεία που δεν έβλεπαν το φως του ήλιου. Ήταν ο στόχος τους, το όραμά τους, το στοίχημα με τον εαυτό τους που είχαν ορκιστεί να κερδίσουν.

Κι είχαν κόντρα τον χρόνο, τις σωματικές αντοχές, την πνευματική κόπωση, την ανάγκη για ανάσες. Είχαν, όμως, μαζί τους εσένα. Κι ίσως ξέχασαν να στο πουν, παρέλειψαν να στο αναγνωρίσουν, ίσως κάπου στην πορεία ξέσπασαν πάνω σου άγχη, φοβίες κι απογοητεύσεις, αλλά ήσουν εκεί. Είτε απλά με κατανόηση στις πολύωρες εξαφανίσεις τους, είτε με μια κούπα καφέ έξω απ’ την πόρτα τους σε στιγμές κρίσης, είτε με προσωπική θυσία, δουλειά και κόπο για να τους απαλλάξεις έστω από ελάχιστο βάρος, υπήρξες δίπλα τους.

Και τα κατάφεραν. Κι όλη η ψυχική και σωματική καταπόνηση ήρθε κι ανακουφίστηκε με μπόλικες δόσεις ευτυχίας. Και χαμογέλασαν τόσο πλατιά που ορκιζόσουν πως δεν είχες δει ποτέ στο πρόσωπό τους τέτοια χαρά. Σε άρπαξαν απ’ τα μούτρα με την πολυλογία τους όταν το μοιράστηκαν μαζί σου. Είπαν ένα σωρό φορές «δεν το πιστεύω», αλλά το πίστευες εσύ. Το είχες πιστέψει εξαρχής κι έπρεπε απλά να περιμένεις για να το δουν κι εκείνοι να γίνεται πραγματικότητα.

Τώρα έμεινε μόνο η τυπική διαδικασία της βράβευσης. Εκείνο το πτυχίο, το μετάλλιο, η παρουσίαση που κυνηγούσαν μανιωδώς. Και φυσικά θα ‘σαι εκεί. Στην πρώτη σειρά ή μέσα στο πλήθος. Δεν έχει σημασία. Τα μάτια σου θα ξεχωρίζουν μες στων πολλών, γιατί θα κοιτάζουν με περίσσια περηφάνια τα δικά τους. Γιατί θα ξεφυσάς με ανακούφιση που επιτέλους παίρνουν αυτό που δικαιούνται.

Θα ανασαίνεις, γιατί παραδέξου πως κάποιες φορές οι δαίμονες στοίχειωναν κι εσένα. Τι θα γινόταν, αν δεν τα κατάφερναν; Πώς θα τους έκανες να ορθοποδήσουν; Θα έβρισκες στο τέλος τον τρόπο, αλλά είχαν δώσει την ψυχή τους γι’ αυτό και θα έπαιρνε χρόνο για να ανακτήσουν την πίστη τους στον εαυτό τους.

Αλλά τώρα οι δαίμονες είναι στον εξώστη και δε χειροκροτούν. Τρώνε τα νύχια τους, γιατί αποδείχθηκαν πολύ λίγοι μπροστά στο όνειρο. Το δικό σου χειροκρότημα αντηχεί μέχρι πάνω. Αντηχεί μέχρι το στήθος τους κι από μέσα μια καρδιά έτοιμη να σπάσει από λυγμούς προσπαθεί να συνειδητοποιήσει το κατόρθωμά της.

Αν σου ζητούσαν να περιγράψεις πώς αισθάνεσαι, καθώς τους βλέπεις να απολαμβάνουν επιτέλους αυτό που διεκδίκησαν, μάλλον θα κόμπιαζες. Γιατί δε χαίρεσαι απλά με τη χαρά τους. Είναι και δική σου η χαρά, γιατί έζησες μέσα από ‘κείνους όλη τη διαδρομή. Ο αγώνας τους ήταν προσωπικός, αλλά κι εσένα το άγχος σου διπλό. Να πετύχουν εκείνοι αυτό που επιδίωκαν και να πετύχεις κι εσύ να ‘σαι ο σωστότερος συνοδοιπόρος.

Έπρεπε να εξημερώσεις τη δική σου τάση που αποζητούσε να ξεφύγει. Έπρεπε να συνετίσεις τη δική τους τάση που αποζητούσε να παραδώσει τα όπλα. Μετρούσες τις σελίδες, τις μέρες, τις εργασίες κι έβλεπες το τέλος να πλησιάζει. Και δεν περίμενες πως εκείνη η μέρα θα μπορούσε να ‘ναι, στ’ αλήθεια, τόσο ονειρική.

Γαλήνη. Τα βιβλία, οι προπονήσεις, οι διατροφές, οι υπολογιστές, οι υπερωρίες κάνουν για λίγο στην άκρη. Χάνουν την αξία τους και τη χρηστικότητά τους μόλις επιτευχθεί ο σκοπός. Τώρα έρχονται σφιχτές αγκαλιές, ηχηρά τσουγκρίσματα, αϋπνίες με χαμόγελα στραμμένα προς το ταβάνι, πολύωρες συζητήσεις στις οποίες κι οι δυο θα γελάτε με όσα περάσατε μέχρι να φτάσετε εδώ.

Έτσι είναι η ευτυχία. Θέλει κόπο, δάκρυα, θυσίες, απογοητεύσεις, αλλά σαν έρθει όλα τους μοιάζουν ένα κακόγουστο αστείο, τόσο ελάχιστης σημασίας μπροστά στο συναίσθημα που σε πλημμυρίζει σε εκείνο το «τα καταφέραμε». Γιατί δεν υπάρχει ομορφότερη ευτυχία απ’ αυτή που μοιράζεται ανάμεσα σε δύο κι ανακατώνεται με μπόλικη αγάπη.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη