Οι περισσότεροι μιλάτε για μοναξιά, αλλά να είσαι στ’ αλήθεια μόνος, δεν έχετε ιδέα τι θα πει. Κι εγώ που ξέρω, δε συνηθίζω να μιλάω για αυτήν.

Γιατί μοναξιά για μένα σημαίνει να μεγαλώνεις χωρίς οικογένεια και χωρίς στενούς συγγενείς. Βλέπετε, η οικογένεια είναι δώρο, που σε μερικούς δε χαρίζεται ή ζητείται πίσω πολύ νωρίς.

Κι όταν σε ρωτάνε «Τίνος, παιδί είσαι εσύ;» να μην έχεις απάντηση και να στρίβεις το βλέμμα αλλού. Δίχως να είσαι παιδί, αδέλφι ή ανίψι κανενός, μαθαίνεις από πρώτο χέρι τι θα πει μόνος και μπορώ, στην ίδια πρόταση κάθε φορά.

Και πολλά από αυτά που ο κόσμος θεωρεί αυτονόητα, εσύ τα έχεις στερηθεί ή χρειάστηκε να βρεις τρόπο να τα φτιάξεις απ’ την αρχή.

Οι γονείς, τα αδέλφια, οι παππούδες κι όλοι οι υπόλοιποι στενοί συγγενείς, είναι ένας μικρόκοσμος φτιαγμένος από αγάπη, που κομμάτι του είναι κάθε παιδί.

Μαζί τους πρωτομαθαίνεις πως είναι να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Έχεις κάποιους να σε αποδέχονται, να σε προστατεύουν και να σε καθοδηγούν. Είναι το μέρος που ξέρεις πως ανήκεις, εκεί που ξεκινάει η ζωή και η αγάπη δεν τελειώνει ποτέ.

Και η βεβαιότητα πως κάπου ανήκεις, φτάνει να σε προστατέψει από τη μοναξιά. Λες κι ένα χέρι σε κρατάει σφιχτά και δε σε αφήνει να πας προς τα εκεί. Το ίδιο χέρι που έντεχνα τοποθετεί μέσα σου ένα μικρό Θεό: της πίστης ότι πολλά αξίζεις και πολλά μπορείς.

Και έπειτα σηκώνει το δάκτυλο, δείχνοντας σου τον υπέροχο, μεγάλο κόσμο που απλώνεται στα πόδια σου μπροστά.

Στο μεταξύ έχεις ανθρώπους γύρω σου να σε προετοιμάσουν για πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή. Και όποτε αυτά συμβούν, έστω ένας είναι μαζί σου να τα μοιραστεί. Ταυτόχρονα σε διδάσκουν πως να τα βγάζεις πέρα χωρίς αυτούς. Και  έπειτα στέκουν στο ίδιο πάντα μέρος πρόθυμοι για ό, τι χρειαστείς. Και που σε όσες αγκαλιές και να κουρνιάζεις, αγκαλιά σαν τη δική τους, το ξέρεις, πως δεν θα ξαναβρείς.

Επειδή η σχέση μαζί τους δεν είναι ούτε ρηχή, ούτε προσωρινή κι όσοι μόνοι καταλαβαίνουν μονάχα αυτό τι θα πει.

Σε μια τέτοια σχέση μαθαίνεις να μοιράζεσαι: Το φαγητό και την αγάπη της μαμάς, τα πιο ανείπωτα μυστικά, τα δώρα της Πρωτοχρονιάς, τις μικρές αγωνίες και τις μεγάλες χαρές. Πείθεσαι να δίνεις το χέρι σε κάποιον για να σηκωθεί, ακόμη κι αν εκείνος δε σε παίζει, σε κοροϊδεύει ή συχνά σου τραβάει τα μαλλιά.

Ανάμεσα σε όλους αυτούς, υπάρχει τουλάχιστον ένας που θες να του μοιάσεις ή που εντελώς τον αμφισβητείς. Και είναι όμορφο, ακόμη κι αυτό.

Μέσα από τις ζωές τους, καταφέρνεις να ζήσεις πολλές φορές κάτι, πριν έρθει η ώρα να το κάνεις και εσύ. Τα παθήματά τους σου γίνονται μαθήματα και επιπλέον σε κάνουν να γελάς. Και όταν έρθει η σειρά σου να τα κάνεις όλα συντρίμμια και σκατά, έχεις ένα καταφύγιο να τρέξεις και να κρυφτείς. Εκεί που μπορείς να εμπιστεύεσαι, να κλείσεις τα μάτια και να αφεθείς. Να ζητήσεις συγνώμη και να συγχωρεθείς. Κι αν το θελήσεις να γίνεις και πάλι παιδί.

Μέχρι τη μέρα που θα σταθείς στα πόδια σου ικανός να πεις «μόνος» και «μπορώ», στην ίδια πρόταση και τα δυο μαζί. Αλλά τότε αυτό δεν είναι μοναξιά- μη μπερδεύεστε. Αυτό λέγεται ασφάλεια στη ζωή. Κι όσοι ζήσατε με ασφάλεια, μόνοι δε γίνεται να ήσασταν ποτέ.

 

 

 

 

 

 

 

Συντάκτης: Ιωάννα Λιζάρδου