Σ’αγαπώ. Τι σημαίνει αυτή η λέξη; Τι πρεσβεύει; Πώς τη λες σε κάποιον και την εννοείς; Είχες ξεχάσει τι πάει να πει σ’αγαπώ. Είχες να το πεις χρόνια. Είχες να το νιώσεις χρόνια.  Άκουγες να το λένε γύρω σου, οι φίλοι σου στους συντρόφους τους, οι γονείς σου ο ένας στον άλλον, οι περαστικοί που κρατιόνταν από το χέρι, αλλά δεν καταλάβαινες τι εννοούν. Το προσπερνούσες, φερόσουν ακόμα και υπεροπτικά στο άκουσμά της.

Μα καλά, τι λέει αυτός σ’αγαπώ ενώ είναι μόνο δύο μήνες μαζί με τον άλλον; Είναι σοβαρά αυτά τα πράγματα; Το σ’αγαπώ έχει μια βαρύτητα, μια σπουδαιότητα, δεν είναι καραμέλα. Και μετά περνάνε οι μέρες και σκέφτεσαι τι ωραία που θα ήταν να έχεις κάποιον να αγαπάς και να σε αγαπάει, να ξανανιώσεις αυτό που είχες νιώσει κάποτε· κι ακόμα περισσότερο. Κι άρχισες να το ψάχνεις και να αναζητάς το ιδανικό. Δοκίμασες, προσπάθησες, απέτυχες. Πολλές φορές δε βγήκε αυτό που επιθυμούσες. Ένιωθες κάθε φορά λες και χάνεις μια ευκαιρία. Με κάθε χαμένη ευκαιρία, ένα κομμάτι του εαυτού σου απογοητευόταν κι έλεγες πως δε θα αγαπήσεις ξανά. Όλο και πιο μακριά, όλο και πιο δύσκολα.

 

 

Κι εκεί, μες στο χάος της απογοήτευσης, ξαφνικά, σαν από μηχανής θεός, εμφανίζεται ο άνθρωπος που στα γυρνάει όλα ανάποδα. Που ανατρέπει όλες τις προηγούμενές σου σκέψεις, που κατακεραυνώνει όλους τους ενδοιασμούς σου και που δίνει χρώμα σε κάθε νεκρό όνειρο. Τότε καταλαβαίνεις ότι θα αγαπήσεις ξανά και θα αγαπηθείς. Κι έτσι, πολύ αυθόρμητα κι ήρεμα, ζωγραφίζεται η λέξη στα χείλη σου. Σ’αγαπώ.

Το είπες ξανά. Έφτασε αυτή η στιγμή και είναι πολύ λιγότερο τρομακτική από ό,τι την περίμενες. Δε σου φαίνεται βουνό. Δεν αγχώθηκες για να την προφέρεις. Δε σε πίεσαν. Δε σου έβαλε κανείς το μαχαίρι στον λαιμό. Απλά σου βγήκε. Έτσι απλά, σαν μια ανάσα, ξεφύσηξες και ο αέρας πήρε μαζί και τη λέξη, απευθείας μέσα από την ψυχή σου. Μια λέξη που εννοείς στον απόλυτο βαθμό της, που σε γεμίζει χαρά και ζωντάνια, που έκανε το αδύνατο να μοιάζει το πιο δυνατό πράγμα στον κόσμο. Κι όλα αυτά έγιναν άκοπα. Χωρίς σκέψη. Χωρίς δεύτερη σκέψη. «Σ’αγαπώ.»

Ξέχασες πως πίστευες ότι σε κυνηγάει μια κατάρα, ότι η αγάπη δεν είναι για σένα. Μπορεί ο λόγος να ήταν ότι έπρεπε να δεις με τα μάτια σου τον πραγματικό, σκληρό κόσμο μέχρι να έρθει η ώρα να εκτιμήσεις αυτό που αξίζει. Μπορεί να ήταν μια δοκιμασία, να δεις πόσο αντέχεις, ποια είναι τα επίπεδα της υπομονής σου. Μπορεί απλά να μην είχε έρθει η ώρα σου, να έπρεπε να σταθείς στα πόδια σου, να ξεπεράσεις μερικά εμπόδια. Μπορεί να έπρεπε να προετοιμαστείς για δύσκολες καταστάσεις ή να περάσεις χρόνο με τον εαυτό σου, να τα πείτε, να δεις ποιος είσαι, τι κάνεις και τι θέλεις.

Όταν έγιναν όσα έπρεπε, όταν βίωσες ό,τι χρειαζόταν, ήρθε κι ο έρωτας να χτυπήσει την πόρτα. Ήρθε αυτή η στιγμή η μαγική, που το γκρι έγινε κόκκινο και πράσινο και μπλε και μοβ κι εν τέλει είδες ότι πάντα έτσι ήταν τα χρώματα, αλλά εσύ τα έβλεπες διαφορετικά, από τη δική σου οπτική γωνία, από τις συνθήκες που μασκάρευαν με τον πιο άσχημο τρόπο αυτό το πανέμορφο θέαμα.

Αλλά ήταν πάντα εκεί για σένα το σ’ αγαπώ σου, σε περίμενε. Δεν ερχόταν σε σένα γιατί ήθελε να πας εσύ σε αυτό, να το ψάξεις και να το βρεις και να το κάνεις δικό σου. Για να το εκτιμήσεις. Και το βρήκες και είδες ότι τελικά, δεν είναι τίποτα το ακατόρθωτο. Είναι όμως καταπληκτικό.

Και γυρνάς για λίγο πίσω κάθε μέρα και σκέφτεσαι ότι ήσουν σκληρός με τους ανθρώπους που ένιωθαν έτσι και εσύ το αγνοούσες. Και αναθεωρείς σχετικά με τους γύρω σου. Μαλακώνεις. Θυμάσαι ότι κάποτε ήσουν έτσι και τώρα ξαναείσαι. Και δε σε χαλάει καθόλου. Ακολουθείς ό,τι σου λέει το «σ’αγαπώ» κατά γράμμα και πορεύεσαι με αυτό.

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ίλυα Τρανούδη
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου