Κι έρχεσαι και μπαίνεις στη ζωή μου ξαφνικά, σαν χείμαρρος. υπόσχεσαι ότι μαζί θα είμαστε άτρωτοι, αθάνατοι, θα ξεπεράσουμε τα πάντα, γιατί ίσως φτιαχτήκαμε ο ένας για τον άλλο και γιατί ακόμη και να σε σχεδίαζα, θα σε έφτιαχνα ακριβώς έτσι όπως είσαι κι όλες τις όμορφες-παράλογες υποσχέσεις που δίνουν μεταξύ τους οι ανόητοι ερωτευμένοι. Και μου λες από την πρώτη στιγμή πόσο καλά νιώθεις ότι με ξέρεις, ότι ζεις κάτι που δεν περίμενες να ζήσεις, ότι είμαι η πιο όμορφη σκέψη της ημέρας σου.

Κι εγώ ως δέκτης όλων αυτών των υποσχέσεων, των μεγάλων προσδοκιών και των ωραίων εικόνων που έχεις δημιουργήσει, κάθομαι σε μια γωνιά και σκέφτομαι.. Τι; Πώς; Πού;  Τι γίνεται τώρα; Τι συμβαίνει; Πώς μπορεί τόσο γρήγορα να ειπωθούν τόσο μεγάλα λόγια; Πού θα μπορούσε να οδηγήσει όλο αυτό; Μήπως ισχύει ο κανόνας ότι όσο πιο εύκολα λες κάποια πράγματα, το ίδιο εύκολα τα παίρνεις πίσω;

Αλλά πολύ σύντομα με πείθεις και με παρασύρεις στον χείμαρρο, στη φουρτούνα του έρωτά σου. Γιατί είσαι «ωραίος» σε όλα σου. Σ’ αυτά που λες, σ’ αυτά που δείχνεις, σ’ αυτά που κάνεις. Κι επειδή είχα ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά που συνάντησα άνθρωπο ωραίο μέσα και έξω, που να εκφράζει γνήσιο ενδιαφέρον, αποφασίζω να το ζήσω και εγώ. Να αφεθώ, να παρασυρθώ χωρίς πολλές-πολλές σκέψεις, γιατί η ζωή είναι μικρή και δεν ξέρεις τι γίνεται αύριο. Οπαδός του Carpe Diem βλέπεις.

Κι αφήνομαι και παρασύρομαι συνειδητά γιατί εγώ το θέλω, γιατί με κάνεις να το θέλω. Και είναι πραγματικά υπέροχο, μοναδικό, γιατί ίσως μόνο όταν αφήνεσαι πραγματικά, το ζεις και πραγματικά. Όλες οι αισθήσεις στο κόκκινο. Δεν υπάρχει καλύτερο να σκέφτομαι.

Πολύ σύντομα όμως ξεκινάς να διεκδικείς βίαια σχεδόν, όλο και περισσότερο χώρο στη ζωή μου, όλο και περισσότερες υποχωρήσεις, διεκδικείς αλλαγές και προσπαθείς να με βάλεις σε καλούπια. Και στο ‘χα πει αγάπη μου από την αρχή, μην προσπαθήσεις να με χωρέσεις στα καλούπια σου γιατί τα δικά μου είναι custom made. Παρ’όλ’ αυτά προσπαθώ να μπω στα δικά σου καλούπια, να δω· χωράω; Είναι άνετα; Μπορώ να βολευτώ;

Το προσπαθώ, το παλεύω, πείθω τον εαυτό μου ότι μπορώ να βολευτώ κι εκεί, με τα πράγματα όπως τα θες εσύ, όπως βολεύουν εσένα, να κάνω τις επιλογές και τις αλλαγές που θες εσύ, άσχετα με το τι αντίκτυπο θα έχουν αυτές οι επιλογές στη ζωή μου. Και πάνω που είμαι έτοιμη να πω «ναι», να κάνω ό,τι θες εσύ, όπως το θες εσύ, τελικά τα παρατάς! Στην πρώτη δυσκολία, για μια μικρή ανούσια διαφωνία.Τα παρατάς! Εσύ που ζητούσες δεσμεύσεις, που έδινες υποσχέσεις, που είχες απαιτήσεις, παίρνεις μόνος σου την απόφαση για οικειοθελή αποχώρηση. Παρατάς έναν άνθρωπο που ήταν έτοιμος ν’αφήσει όνειρα και να βγει απ’ τα καλούπια του, μόνο και μόνο για να είναι μαζί σου. Τελικά εσύ έγινες ο λιποτάκτης.

Έτσι λοιπόν. Έρχεται η πραγματικότητα γι’ άλλη μια φορά και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Σου δίνει ένα γερό χαστούκι και σου λέει «ξύπνα!». Το πιο πιθανό σενάριο είναι πως όταν γίνεις αυτός που θέλουν να είσαι, να μη σε θέλουν πια γιατί δεν είσαι αυτός που ήσουν. Διότι παύεις να είσαι αυτός ο άνθρωπος που τους μαγνήτισε αρχικά. Χάνεις τα συστατικά σου και την ουσία σου. «Βλέπω ότι εμείς μπορούμε να γίνουμε ομάδα», μου είχες πει και ξαφνικά αυτή η ομάδα έγινε μονάδα.                                                                    

Συντάκτης: Ρέα Τσαπατσάρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου