Απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα, ήξερα τι ρόλο θα παίξεις στη ζωή μου. Πες το διαίσθηση, ένστικτο, φαντασία, αλλά το ένιωσα. Είναι σαν να έβλεπα την καταστροφή και παρ’ όλα αυτά να μην έκανα τίποτα για να σωθώ. Αφέθηκα, όπως αφήνεσαι σπάνια σε συναισθήματα κι ανθρώπους.

Κυνήγησα, όσο τίποτα, αυτό μου το όνειρο, ήθελα να ζήσω αυτόν τον έρωτα ως το κόκκαλο, να διεκδικήσω, να ζητήσω, να παλέψω, να πονέσω, να το ζήσουμε, μωρό μου. Και τι κατάλαβα τελικά; Το έζησα, όντως, αλλά μόνη. Έκανα τόσα για πάρτη σου που ακόμη κι εγώ απόρησα με τον εαυτό μου.

Ξέρεις κάτι; Είμαι σίγουρη ότι σου λείπω, όχι τόσο σαν άνθρωπος, δεν πρόλαβες να με ζήσεις, για την ακρίβεια δε θέλησες, αλλά σαν παρουσία στη ζωή σου. Αν μη τι άλλο, ζήσαμε έντονες στιγμές κι είμαι σίγουρη ότι τις θυμάσαι όλες. Μία προς μία.

Η εκδίκηση, λένε, είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, σε κάποιες περιπτώσεις όμως δε χρειάζεται καν να το σερβίρεις. Έτσι και με σένα, γέμισα τη ζωή σου με τόσες στιγμές, που ό,τι και να κάνεις για να με αποφύγεις, θα με βλέπεις παντού. Κι αυτή είναι για μένα η καλύτερη εκδίκηση.

Το πρώτο φιλί της ημέρας, το άρωμά μου στο σεντόνι, ο καφές που σου ετοίμαζα το πρωί, η συνήθεια ν’ ανοίγω τις κουρτίνες με το που ξημέρωνε κι εσύ να φωνάζεις να τις κλείσω.

Θα γυρίζεις σπίτι και βλέποντας την πόρτα και το θυροτηλέφωνο, θα με θυμάσαι. Θα θυμάσαι όλες τις φορές που ήρθα να σε βρω. Θα βλέπεις τζιζκέικ και θα θυμάσαι εκείνα που έφτιαχνα για σένα, θα πετυχαίνεις ρήσεις της Αλκυόνης Παπαδάκη και θα θυμάσαι τα αποσπάσματα που σου αφιέρωνα, τα βιβλία που σου χάρισα. Ποιος ξέρει πού τα έχεις καταχωνιάσει για να μην τα πιάνουν άλλα χέρια!

Θα συναντάς τους φίλους σου με τους οποίους έχω κρατήσει επαφή και θα θέλεις να ρωτήσεις πού βρίσκομαι, τι κάνω, αλλά θα ντρέπεσαι. Και καλά θα κάνεις. Είναι το μόνο συναίσθημα που πρέπει να σε κυριεύει, όταν με σκέφτεσαι.

Θα μυρίζεις το άρωμά μου στο δρόμο και θα σου ‘ρχονται μνήμες, θ’ ακούς τσιριχτές φωνές και θα τις παρομοιάζεις με τη δική μου, θα έρχονται τα γενέθλιά σου και θ’ αναρωτιέσαι τι άλλο τρόπο θα βρω για να σου πω «Χρόνια Πολλά» αυτή τη φορά.

Μόνο που αυτή η φορά δε θα ‘ρθει. Ό,τι κι αν έκανες για να με βγάλεις απ’ τη ζωή σου, δεν τα κατάφερες. Είμαι ακόμη εκεί και θα είμαι όσο εσύ παλεύεις με την ανάμνησή μου. Δεν είμαι στη ζωή σου, πες στη νέα σχέση σου να ησυχάσει, μιας κι είμαι σίγουρη ότι της μίλησες για μένα.

Πες της, όμως, ότι είμαι κάπου άλλου, όπου δεν μπορεί να με εντοπίσει. Είμαι στο μυαλό σου, είμαι μέσα σου, είμαι σ’ όλα αυτά που φοβάσαι και σ’ όλα όσα αρνήθηκες. Είμαι στο σπίτι σου, στη δουλειά σου, στα βράδια με φίλους, στον καναπέ που διάβαζες και σ’ έπαιρνε ο ύπνος. Είμαι δίπλα στο μαξιλάρι σου κάθε βράδυ.

Είμαι ακόμη μέσα σου, δεν το έχεις καταλάβει; Βρίσκομαι στα λόγια που δεν είπες, στις ασάλευτες σιωπές σου, στα «αν» που πέρασαν απ’ το μυαλό σου, σ’ όλες τις έντονες στιγμές μας που χαράχθηκαν στη μνήμη σου. Γιατί όσο ζω εκεί, δε θα με ξεχάσεις ποτέ. Κι αυτό για μένα είναι η καλύτερη εκδίκηση.

Δεν είναι απαραίτητο να σ’ εκδικηθώ με άλλους τρόπους. Η ζωή κάνει καλά τη δουλειά της κι ο χρόνος το ίδιο. Σε γέμισα στιγμές για μια ζωή· ευφάνταστες, έντονες, αξέχαστες. Πάλεψε με τον εαυτό σου, λοιπόν, μόνος, όπως πάλευα εγώ τόσο καιρό. Η μνήμη είναι ο χειρότερος εχθρός, πόσο μάλλον η ανάμνηση ενός ανθρώπου που σ’ αγάπησε.

 

Συντάκτης: Αναστασία Νάννου