Στέκεται ώρα στο διάδρομο και περιεργάζεται ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Δείχνει πρόθυμος να το αγοράσει. Ρίχνει μια γρήγορη μάτια γύρω του για να βεβαιωθεί πως κανένας υπεύθυνος ή πελάτης του καταστήματος δεν τον παρακολουθεί. Τα μάτια του λάμπουν, κατά τα αλλά όμως δείχνει ψύχραιμος και συγκροτημένος. Όταν είναι σίγουρος πια πως κανείς δεν τον παρατηρεί, βάζει με μια γρήγορη κίνηση το αντικείμενο του πόθου του στο σακίδιό του. Όλα βαίνουν καλώς έως τη στιγμή που θα προσπεράσει τα ταμεία και θα τον σταματήσει ο έντονος κι αδιάκριτος ήχος του συναγερμού. «Μα, πραγματικά, τι σκεφτόταν!»  αναρωτιέσαι. «Νόμιζε πως δε θα τον έπιανε κανείς;».

Όλοι κάποια στιγμή έχουμε έρθει αντιμέτωποι με το φαινόμενο του shoplifting. Είτε το έχουμε δει να διαδραματίζεται μπροστά μας σε κάποιο κατάστημα, είτε έχουμε ακούσει ιστορίες φίλων που έχουν υπάρξει θύματά του, είτε το έχουμε διαπράξει εμείς οι ίδιοι. Είναι πολλοί οι λόγοι που οδηγούν κάποιον στο να γίνει shoplifter.

Σίγουρα υπάρχουν άτομα που καταφεύγουν σε τέτοιες συμπεριφορές για βιοποριστικούς λόγους. Όλοι έχουμε ακούσει για τον ήσυχο κι υποδειγματικό έφηβο που πιάστηκε να κλέβει από καταστήματα πολύ απλά γιατί ήθελε να έχει τα πράγματα που έχουν οι φίλοι του, αλλά η οικογένειά του δεν μπορούσε να του προσφέρει. Άλλοι πάλι πολύ απλά μπορεί να είναι εθισμένοι σε ουσίες κι αλκοόλ και να προσπαθούν να ταΐσουν τον εθισμό τους με κάθε μέσο.

Οι λόγοι μπορεί να ‘ναι καθαρά ψυχολογικοί, να έχουν να κάνουν με τη διάθεση και το άγχος απ’ το οποίο μπορεί να υποφέρει ο δράστης ή την υπερβολική αυτοπεποίθησή του και την πεποίθηση πως μπορεί να ξεγελάσει τους πάντες και να φύγει με το αντικείμενο που επιθυμεί χωρίς να πληρώσει.

Δεν είναι λίγες φορές που celebrities κι άλλοι επιφανείς άνθρωποι έχουν πιαστεί στα πράσα έχοντας αντικείμενα στην κατοχή τους για τα οποία δεν έχουν πληρώσει. «Είχα σκοπό να το πληρώσω αλλά το ξέχασα», «Φυσικά και δεν είχα πρόθεση να κλέψω, ήταν ατύχημα», «Δεν ξέρω πώς βρέθηκε στην τσάντα μου, κάποιος θα το έβαλε εκεί κρυφά για να με εκθέσει», είναι μερικές μόνο απ’ τις δικαιολογίες που έχουμε ακούσει.

Κλέβουν για να νιώσουν καλύτερα, να ξεπεράσουν το άγχος. Ίσως κι από κόμπλεξ κατωτερότητας. Κάποιοι, όπως οι έφηβοι κι οι πολύ νέοι, ίσως έτσι κάνουν τη μικρή τους επανάσταση. Το βλέπουν σαν αντίσταση ενάντια στους κανόνες και τον καθωσπρεπισμό, σε ένα αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον.

Τι συμβαίνει, όμως, όταν η αιτία που κινητοποιεί τον shoplifter και τον οδηγεί σε αυτή τη συμπεριφορά είναι ο εθισμός του στην πράξη αυτή καθαυτή; Κάποιος μπορεί να πει πως απλά κυνηγάμε τον ενθουσιασμό και την ένταση. Να αυξηθεί η έκκριση ντοπαμίνης και να νιώσουμε θεοί έστω και για λίγο. Πάθος κι εθισμός. Όλα έχουν να κάνουν με τη συνεχή αναζήτηση της χαράς.

Όπως γίνεται με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, με τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος μπορεί να εθιστεί στο φαγητό, τη σοκολάτα, το ίντερνετ, το on-line gaming, το σεξ, το shoplifting. Πολλές φορές ίσως ξεπερνάμε τα όρια αναζητώντας την έξαψη και την ένταση που μπορεί να προκαλεί το να διαπράττεις μια παράνομη κι απαγορευμένη πράξη. Μια διαφυγή απ’ την πραγματικότητα, την πίεση και την καθημερινή τρέλα.

Ορισμένες φορές σου είναι απλά αδύνατον να σταματήσεις. Θες μόνο να ζεις λίγο πιο δυνατά. Δε βλέπεις το μέγεθος του προβλήματος, ίσως θεωρείς πως σε μεγάλο βαθμό το ελέγχεις. Στην περίπτωση που μιλάμε για εξάρτηση κι εθισμό, ψυχολογικά αίτια, η λύση του προβλήματος θα έρθει με τη μορφή της θεραπείας κι όχι μέσω της τιμωρίας με τη μορφή κυρώσεων.

Σε πολλές χώρες του εξωτερικού και τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας λειτουργούν κλινικές που προσπαθούν να θεραπεύσουν κάθε μορφή εθισμού. Απ’ τη στιγμή της απόφασης και της συνειδητοποίησης του προβλήματος ο δρόμος είναι μακρύς.

Κυρίως γιατί πέρα από κάθε κλινική και κάθε θεραπεία, το πρώτο βήμα για να ξεπεράσουμε κάθε πρόβλημα είναι η αγάπη που θα λάβουμε απ’ τους γύρω μας. Όταν συνειδητοποιήσουμε πως χρειαζόμαστε βοήθεια και τη ζητήσουμε, τόσο απ’ τους ειδικούς όσο και από το φιλικό κι οικογενειακό μας περιβάλλον, τότε θα είμαστε ένα βήμα πριν αποκτήσουμε και πάλι τη ζωή που μας αξίζει.

 

Συντάκτης: Νεφέλη Μπαντελά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη