Ορισμένες φορές τυχαίνει να θέλουμε να πούμε κάτι απευθείας σε κάποιον και να σκεφτόμαστε ατελείωτα -μπορεί να μας πάρει ακόμη και μήνες- τον καλύτερο τρόπο, τα ακριβή λόγια, τη στάση που οφείλουμε να κρατήσουμε κατά τη συνομιλία μας, ακόμα και το ποια είναι η κατάλληλη ώρα. Τη στιγμή που είμαστε έτοιμοι να φέρουμε στην επιφάνεια ένα μέρος του εσωτερικού μας κόσμου, παρ’ όλο που την προετοιμάζαμε καιρό, ξαφνικά διστάζουμε, φοβόμαστε, το ξανασκεφτόμαστε, μετανιώνουμε, οπισθοχωρούμε και στο τέλος χανόμαστε σε έναν κυκεώνα επεξηγήσεων, δικαιολογιών και αναλύσεων, με αποτέλεσμα να καθυστερούμε να εκφέρουμε την αληθινή μας άποψη.

Τρέμουμε να μιλήσουμε ξεκάθαρα και άμεσα, με αποτέλεσμα να δημιουργούμε ένα όμορφο περιτύλιγμα σε όσα επιθυμούμε να πούμε και να το παρέχουμε στον άλλον, όχι σαν ευχαριστήριο δώρο, αλλά σαν ένα σύγχρονο κουτί της Πανδώρας που ο καθένας μπορεί να εκμαιεύσει ό,τι θέλει ή να αρχίσουν να ξεπηδούν άναρχα απ’ αυτό λάθος συμπεράσματα. Σε κάθε περίπτωση, η αναπόφευκτη κατάληξη είναι η πλήρης ή μερική έλλειψη συνεννόησης των συνομιλητών. Θα ήταν ίσως πιο βοηθητικό και κάπως ανακουφιστικό να μπορούσαμε να προσάψουμε την αδυναμία αμεσότητας προς τον συνομιλητή αποκλειστικά στη δική του στάση, αλλά στην πραγματικότητα φταίμε εμείς που δυσκολευόμαστε να είμαστε ευθείς. Οι φόβοι της συνειδητοποίησης, της παραδοχής και της έλλειψης κατανόησης ελλοχεύουν συνεχώς. Τη στιγμή όμως που οι σκέψεις μας αποκτούν ουσιαστική και λεκτική υπόσταση, παύουν να ανήκουν στο μυαλό μας, αλλά μετατρέπονται στην αλήθεια που προσπαθήσαμε να καθυστερήσουμε ή να αποφύγουμε. Τα γραπτά σίγουρα μένουν, αλλά οι λέξεις δύσκολα λησμονούνται σύμφωνα με την εμπειρία.

Η έλλειψη αμεσότητας θα ήταν αδύνατον να περιοριστεί σε εμάς και να μην επεκταθεί στην επικοινωνία μας με άλλους ανθρώπους. Αποφεύγουμε την ευθύτητα στο λόγο μας με πρόσχημα πως ο συνομιλητής μας δε θα καταλάβει, πως είσαι συναισθηματικά ευάλωτος ή και ανώριμος, σκεπτόμενοι συγχρόνως την λανθασμένη εντύπωση που πιθανόν να του δώσουμε. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη τόλμης και το άγχος που μας διακατέχει εκείνη τη στιγμή, μας ωθεί αναπόφευκτα σε ένα -καθόλου διασκεδαστικό- παιχνίδι «σπασμένου τηλεφώνου» ή «χαμένου θησαυρού» προς αναζήτηση της αλήθειας. Με μικρούς δηλαδή γρίφους, κωδικοποιημένες λέξεις, μεταφορικής σημασίας φράσεις, εξωλεκτικά στοιχεία, πετυχημένες ή μη παρομοιώσεις προσπαθούμε να γίνουμε κατανοητοί στον συνομιλητή μας, ο οποίος έχει ήδη χαθεί. Υπεκφεύγουμε, δεν αναφέρουμε την πραγματική και ολοκληρωμένη μας άποψη, οπτική, απόφαση για κάθε ζήτημα. Δημιουργούμε μια όμορφη ομίχλη γύρω από την αλήθεια πιστεύοντας ότι θα την κρύψει αρκετά καλά, ώστε να παρουσιαστεί πιο ομαλά και -ίσως- και να μη χρειαστεί να παρέχουμε μετά ψυχολογική υποστήριξη σε περίπτωση πιθανής στεναχώριας. Παρότι ανησυχούμε για τον άλλον και για το πώς θα αντιδράσει αν μάθει πώς έχουν τα πράγματα στην πραγματικότητα, αποφεύγουμε να συλλογιστούμε την ψυχοφθόρα κατάσταση στην οποία υποβάλουμε τον εαυτό μας. Η πολύωρη σκέψη, η λεπτομερής προετοιμασία, το αδιαμφισβήτητο άγχος της στιγμής, ίσως δεν αποτελούν ισχυρά τεκμήρια για να αντιληφθούμε ότι τίποτα καλύτερο απ’ την αμεσότητα.

Ξεχνούμε συχνά ότι αμεσότητα δε σημαίνει αναισθησία και αδιαφορία ως προς τα συναισθήματα του άλλου, αλλά αντίθετα πηγαία αυθεντικότητα και ουσιώδης ειλικρίνεια. Η αλήθεια μας μπορεί να εκτιμηθεί πολύ περισσότερο από κάποιους. Αποτελεί συγχρόνως κοινό μυστικό ότι είμαστε άμεσοι με όσους εμπιστευόμαστε πραγματικά, εκείνους που ξέρουμε ότι δε θα μας παρεξηγήσουν, που θα μας καταλάβουν ακόμα κι αν μπερδευτούμε και δεν ξέρουμε τι λέμε, εκείνους στους οποίους ακόμα και οι σιωπές μας σημαίνουν κάτι. Οι άνθρωποι στους οποίους σκεφτόμαστε εκ των προτέρων τι θα πούμε ή -ακόμα χειρότερα- φοβόμαστε να εκφέρουμε την πραγματική μας άποψη, μπορεί να είναι άτομα που δεν εκτιμάμε ή δεν αισθανόμαστε τόσο οικεία.

«Πολλές δυστυχίες έχουν έρθει στον κόσμο από πράγματα που δεν ειπώθηκαν», σημειώνει εύστοχα ο Ντοστογιέφσκι και θα μπορούσαμε με αφορμή αυτό να σταθούμε σε όλα εκείνα τα ανείπωτα λόγια που ίσως χάθηκαν στη μετάφραση, που δεν κατάφεραν ποτέ να αναδυθούν λόγω παραποίησης του νοήματός τους ή εξαιτίας αισθήματος φόβου και οδήγησαν σε αποτελέσματα εντελώς αντίθετα από τα επιθυμητά. Οπότε για όλες εκείνες τις φορές που διστάσαμε και προτιμήσαμε να ακολουθήσουμε τον παράδρομο, ας εμπιστευτούμε το ένστικτο μας και -ποιος ξέρει;- μπορεί η αμεσότητα να μην είναι τελικά τόσο τρομαχτική. Εξάλλου, κρύβει μέσα της τη λέξη «μεσότητα» και ποιος θα μπορούσε να αντικρούσει τη σημασία της;

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.