Κανείς μας δεν κατάλαβε πώς και πότε άλλαξαν θεμελιωδώς τα πάντα στη ζωή μας- όλοι θεωρήσαμε πως η τεχνολογία ήρθε φυσικά στη καθημερινότητά μας ως ένα επακόλουθο. Πήρε τα ηνία γιατί μπορούσε και γιατί της το επιτρέψαμε. Αφήσαμε εξαρχής κάπως παιδικά να μας καταβάλλει, νομίζαμε πως παίζαμε μαζί της και πως ήταν κάτι σαν πιστό σκυλί που θα ακολουθούσε όλες τις εντολές μας.

Μέχρι στιγμής αυτό κάνει και η αλήθεια είναι πως σπάνια μας απογοητεύει. Λίγοι παραπονιούνται για την αποτελεσματικότητά της ενώ πολλοί στέκονται, ηθελημένα ή αθέλητα, στο πλευρό υπεράσπισής της. Η κοινωνία μας έχει πλάσει το καταστατικό της με τέτοιο τρόπο, ώστε να την εξυμνούμε, να αποτελεί ένα πρόσχημα θαυμασμού για να θεοποιούμαστε εμείς οι ίδιοι και τα επιτεύγματά μας. Η τεχνολογία είναι το νέο μέσο εξουσίας: όποιος την κατέχει και την ελέγχει, μπορεί πολύ εύκολα να μας κατέχει και να μας ελέγχει, όσο δυστοπικό κι εάν ακούγεται.

Μέσα στη θελκτική δύνη που μας παρασέρνει σε ονειρικά πλασμένους κόσμους ή σε άλλους όπου αισθανόμαστε παντοδύναμοι, βρίσκουμε τον εαυτό μας να απορεί μερικές στιγμές πώς αντέχει. Καθημερινά ανατροφοδοτείται από πληροφορίες και μηνύματα, τηλέφωνα κι ειδοποιήσεις. Ο χαρακτηριστικός ήχος του κινητού μας είναι ένα καμπανάκι που κάθε φορά μάς ταρακουνάει και λίγο από τη θέση μας, μας υπενθυμίζει να βρισκόμαστε σε στάση προσοχής για τα πάντα. Οι εναλλασσόμενες εικόνες, μακροσκελείς συνομιλίες, τα επαναλαμβανόμενα τραγούδια από υπηρεσίες, η επιβίωση μέσα σε οθόνες έχει γίνει μέρος της ύπαρξής μας.

Παρ’ όλο που δε θα ήταν δυνατή μια επιστροφή σε προηγούμενους αιώνες, όπου αυτές οι καταστάσεις δε θα ήταν παρά μόνο μια μυθιστορηματική τραγωδία αλλά θα συνοδευόταν κι από άλλα  -τότε άλυτα- ζητήματα, ίσως θα ήταν συνετό να κατεβάσουμε την τεχνολογία λίγο από το βάθρο της και να την αντιμετωπίσουμε. Αυτή τη στιγμή δεν παλεύουμε εναντίον της, αλλά είτε την υπακούμε είτε τη δαιμονοποιούμε: και οι δύο τακτικές δε θα μας οδηγήσουν πουθενά. Για να την αντικρίσουμε πραγματικά, πρέπει -ειρωνικά- να κοιτάξουμε εμάς τους ίδιους, χωρίς να βάλουμε κάποιο φίλτρο για να μας ωραιοποιήσουμε.

Με μια μικρή αναζήτηση στο λατρεμένο μας διαδίκτυο, θα έρθουμε σε επαφή με τον όρο «ψηφιακό άγχος». Ο Αμερικανός ψυχολόγος Craig Brod στο βιβλίο του που δημοσιεύθηκε το 1984 «Τεχνολογικό στρες: Το ανθρώπινο κόστος της επανάστασης των υπολογιστών» μίλησε για πρώτη φορά για το άγχος που συνδέεται με τη χρήση της τεχνολογίας και την επίδρασή της στο ψυχολογικό επίπεδο. Ορίζεται ως «μια σύγχρονη ασθένεια προσαρμογής που προκλήθηκε από την αδυναμία του ατόμου να προσαρμοσθεί στις νέες τεχνολογίες με τρόπο που να μη προσβάλλει την υγεία του». Κι αυτό αφορά τόσο τους υπολογιστές όσο και το λογισμικό.

Δύο Αμερικανοί ψυχολόγοι, οι Larry Rosen και Michelle Weil, στο βιβλίο «Τεχνολογικό άγχος: Αντιμετωπίζοντας την τεχνολογία @ Work @Home @ Play», διευρύνουν τον ορισμό και προσθέτουν «κάθε αρνητική επίδραση στις στάσεις, τις σκέψεις, τις συμπεριφορές ή την ψυχολογία που προκαλούνται άμεσα ή έμμεσα από την τεχνολογία». Αναζητούμε συνεχώς την ένταξη σε οτιδήποτε θα μας δώσει απευθείας την αίσθηση της ομάδας, του συνανήκειν και δεν υπάρχει κάτι πιο απλό από την τεχνολογία. Τα πάντα ρυθμίζονται από εκείνη κι εμείς είχαμε εφησυχαστεί πως εφόσον τα αναλάμβανε όλα για εμάς, τότε εμείς θα μπορούσαμε να είμαστε πιο ήρεμοι, πιο δημιουργικοί, πιο ελεύθεροι. Όλα τα είχαμε σκεφτεί στην υπερβολή τους.

Όμως, πώς να γίνουν όλα αυτά όταν το κινητό πρέπει πάντα να είναι ανοιχτό, ποτέ στο αθόρυβο, να απαντάμε τη στιγμή που μας στέλνουν ένα μήνυμα, να είμαστε πάνω από αυτό ή τον υπολογιστή συνέχεια μήπως και προκύψει κάποιο ζήτημα, να βάζουμε ακόμα πρόγραμμα και στις αναρτήσεις που θα κάνουμε ή να έχουμε μια συνέπεια στα σχόλια που γράφουμε για να δείξουμε πως είμαστε ενεργοί; Όλα αυτά μεταφράζονται σε άγχος που σωματοποιείται, αισθανόμαστε κόπωση, βιώνουμε δυσκολίες στον ύπνο, αδυνατούμε να ηρεμήσουμε, έχουμε ταχυπαλμίες, απώλειες μαλλιών, αύξηση ή μείωση βάρους κι όλα αυτά θεωρούνται επιφανειακές συνέπειες. Στην πραγματικότητα, το άγχος αυτό μας μετατρέπει σε μικρά ρομποτάκια, όπου μπορεί για ένα εύλογο χρονικό διάστημα να είμαστε λειτουργικοί, μα κάποια στιγμή το σύστημά μας θα καεί.

Θα βρεθούμε να τρέχουμε να προλάβουμε καταστάσεις δίχως να ξέρουμε ακριβώς τον λόγο. Θα βρεθούμε «συνδεδεμένοι» με τους πάντες πέρα από τον εαυτό μας. Θα βρεθούμε να ανοίγουμε παράθυρα στον υπολογιστή και να μην έχουμε δει ποτέ ότι έχουμε κι εμείς ένα στο δωμάτιό μας. Θα βρεθούμε σε όλες αυτές τις συνθήκες γιατί κανένας δε θα μας δώσει οδηγίες πώς θα πάμε εκεί, απλώς θα καταλήξουμε με κάποιον αυτόματο τρόπο, όπως θα είναι και η ζωή μας. Έχουμε εισέλθει σε μια πρωτόγνωρη λειτουργία πτήσης και κανείς δε φαίνεται να ξέρει πώς να την απενεργοποιήσουμε.

Η αλήθεια είναι πως φοβόμαστε και να απομακρυνθούμε, να αποστασιοποιηθούμε από όλη αυτή την κουλτούρα του διαδικτύου γιατί λειτουργεί σαν ένα άλλοτε ήπιο, άλλοτε πιο δυνατό όπιο. Μας κάνει να αισθανόμαστε ζωντάνια μέσα στην απροσωπία του, υπάρχει μια αίσθηση πως περιβαλλόμαστε από πολλούς ανθρώπους, πως μας «ακολουθούν» πολλοί γιατί είμαστε αγαπητοί. Υπάρχει και η αδρεναλίνη της «πρώτης» ενημέρωσης, του να είμαστε οι πρώτοι που θα ακολουθήσουν τις τάσεις και θα αποκτήσουν τη μεγαλύτερη αποδοχή και τον θαυμασμό.

Ξεχάσαμε να μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας, να κατανοούμε τις ανάγκες του και να συνδεόμαστε μαζί του. Να αφήνουμε πίσω μας τα πάντα, να κάνουμε μια παύση και έπειτα να συνεχίζουμε. Η συνέχεια αυτή όμως πρέπει να περιλαμβάνει κάτι παραπάνω από το να ξαποστάσουμε λίγο μακριά από τη ρόδα του χάμστερ όπου τρέχουμε μανιωδώς. Έγκειται στην προσωπική μας ευχέρεια και συνειδητοποίηση, να αντιληφθούμε πότε είναι βοηθητική και πότε μας εξαντλεί.

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου