Δεν είμαστε οι άνθρωποι που συναντήσαμε, ούτε όσα σκεφτόμαστε. Είμαστε όσα (κι όσους) αφήνουμε πίσω μας. Ίσως είναι κάπως αξιοπερίεργο να λέμε πως όσες καταστάσεις ζήσαμε κι όσες σκέψεις κάναμε γι’ αυτές, δε δημιούργησαν στην πραγματικότητα αυτό που είμαστε τώρα. Ούτε όσοι γνωρίσαμε, ερωτευτήκαμε, ζήσαμε μαζί τους, μεγαλώσαμε μ’ εκείνους μας έκαναν ίσως αυτόν τον άνθρωπο που είμαστε τώρα, με όσα ελαττώματα και προτερήματα, με όλα τα στραβά και τα υπέροχά μας σημεία.

Είμαστε αυτό που έχουν δημιουργήσει τα «αντίο» μας, σ’ όλα όσα έχουμε απορρίψει κι έχουμε πει «όχι», σε όσα έχουμε επιτρέψει στον εαυτό μας να αφήσει στο παρελθόν και σ’ όσα δε θέλουμε πλέον να είναι μέρος της ζωής μας. Κάποιες, πιο δύσκολες φορές, αφορούν όλ’ αυτά ανθρώπους που αποχαιρετίσαμε, που κλάψαμε αλλά αφήσαμε να φύγουν μακριά μας, που εκείνοι θέλησαν ν’ απομακρυνθούν αλλά κι εμείς δεν κάναμε κάτι να τους κρατήσουμε κοντά μας ή δεν παλέψαμε για να φτάσουμε δίπλα τους.

Οι αποχωρισμοί είναι πάντα εκείνοι που μας πονούν περισσότερο, οι χωρισμοί είναι εκείνοι που μας κινητοποιούν και μας μεταβάλλουν, ο θάνατος μας συνταράζει περισσότερο από τη ζωή και κάποιες φορές θυμόμαστε πιο πολύ τους ανθρώπους που έχουν φύγει, παρά εκείνους που είναι στη ζωή μας. Το σίγουρο είναι πως οι πρώτοι, με κάποιον τρόπο μας έχουν σκληραγωγήσει ή μαλακώσει, μας έχουν πλάσει κι έχουν διαμορφώσει την καρδιά μας, μας έχουν επηρεάσει σε σημείο που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Είναι εκείνοι που αναπολούμε ή θέλουμε να ξεχάσουμε αλλά αντιλαμβανόμαστε πως ευθύνονται εν μέρει γι’ αυτό που είμαστε, για όσα επιλέγουμε να κάνουμε, για όσους ανθρώπους επιτρέπουμε ή όχι να εισέλθουν στη ζωή μας. Γιατί εκείνοι μας έμαθαν κι εμείς μάθαμε τους εαυτούς μας μέσα από εκείνους.

 

 

Είδαμε τι αντέχουμε και τι όχι, μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε και τι ξεπερνάει τα όριά μας, τι μας κάνει να εξοργιζόμαστε και τι θέλουμε ν’ αναζητήσουμε στους άλλους. Είναι ζωντανά μαθήματα ζωής οι άνθρωποι που αφήνουμε πίσω μας, οι άνθρωποι που μας αφήνουν κι όσοι αποχαιρετισμοί επιλέγονται από κοινού να γίνουν. Προφανώς δεν είναι εύκολοι, θα μας τσούζουν σαν ανοιχτή πληγή και θα μας κάνουν να ματώνουμε, αλλά θα κλείσουν· θα πάρει χρόνο αλλά θα κλείσουν. Θα μείνει το σημάδι τους πάνω μας· οι άλλοι δε θα μπορούν να ονοματίσουν τι είναι αυτό το σημάδι, αλλά η ουλή θα φαίνεται. Μπορεί να μην είναι τόσο τρομαχτική όσο τη φανταζόμαστε, ούτε τόσο βαθιά. Είναι όμως το σημάδι που μας άφησαν.

Οι αποχαιρετισμοί μετράνε κι αξιολογούνται για το αντίκτυπο που έχουν σ’ εμάς, αν μας περνούν αδιάφοροι σημαίνει πως δεν ήταν και κάτι σημαντικό για εμάς, δε μας άγγιξαν όπως οι άλλοι, ήταν απλώς ένα ακόμη καθημερινό «αντίο». Οι άλλοι όμως, εκείνοι που για εμάς μετράνε αληθινά, μας αφήνουν μετέωρους για αρκετό καιρό, μας κάνουν ν’ αναρωτιόμαστε και ν’ αμφισβητούμε, μας αναγκάζουν να ρωτάμε τον εαυτό μας όλα εκείνα που αποφεύγαμε, όλα εκείνα που μας έκαναν ν’ ανακαλύψουμε για εμάς τους ίδιους. Είναι μια σοκαριστική συνειδητοποίηση να χρειάζεται να φύγει κάποιος από τη ζωή μας ή ν’ απομακρυνόμαστε εμείς από αυτόν, ειδικά από τη στιγμή που πιστεύαμε πως θα μείνει για πάντα εκεί ή φανταζόμαστε πως θα μας έκανε καλό να μείνει. Το να κατανοήσουμε πως το πιο υγιές είναι οι δρόμοι μας να χωρίσουν, είναι η πιο έντιμη απόφαση που μπορούμε να πάρουμε για τον εαυτό μας.

Είμαστε αυτοί οι άνθρωποι που κρατάμε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας, που μας λείπουν κάποιες φορές και χαμογελάμε νοσταλγικά όταν τους σκεφτόμαστε. Είμαστε όσοι πιστέψαμε πως μισήσαμε και μας κατέστρεψαν, αλλά καταλάβαμε πως όσο μέναμε μαζί τους εξαϋλωνόμασταν, γινόμασταν κάτι που δε μας άξιζε ή που δεν ήμασταν. Η απόφαση να φύγουμε ήταν δύσκολη, αλλά έπρεπε να γίνει, κάτι μέσα μας «ξύπνησε» αυτή την επιτακτική ανάγκη απομάκρυνσης. Είμαστε κι όσοι δε θέλαμε ν’ αφήσουμε, ούτε εκείνοι ήθελαν να μας αφήσουν, αλλά σταματήσαμε να κρατιόμαστε χέρι-χέρι και φύγαμε. Όχι τόσο εύκολα όσο το λέμε, ούτε τόσο απλοϊκά όσο το γράφουμε, αλλά το κάναμε. «Ο αρνηθείς όμως δε μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο το όχι –το σωστό- εις όλην τη ζωή του.» (Κ. Π. Καβάφης)

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου