Τα τελευταία χρόνια η Δανία έχει ανακηρυχθεί μία από της πιο ευτυχισμένες χώρες παγκοσμίως και το γεγονός αυτό οφείλεται, εν μέρει, στην ένταξη του ιδιαίτερου μαθήματος της ενσυναίσθησης στα σχολεία της. Το μάθημα του ”Klassens Tid” (η ώρα του κέικ στην τάξη), όπως αποκαλείται, εμφανίστηκε στα δανέζικα σχολεία το 1993 για τις τάξεις με παιδιά από 6-16 χρονών, πραγματοποιείται με την (ενίοτε) βοήθεια ενός λαχταριστού κομματιού κέικ και του υπεύθυνου καθηγητή.

Ενταγμένο στο σχολικό πρόγραμμα, αρχικά ως υποχρεωτικό μάθημα, μία φορά την εβδομάδα, τα παιδιά μαθαίνουν μέσα σε μία μεγάλη ομάδα να συζητούν τα προβλήματά τους και να τ’ αντιμετωπίζουν όλοι μαζί, βοηθώντας τους συμμαθητές τους . Μέσα σε μία φιλική ατμόσφαιρα κατανόησης και ελευθερίας λόγου, που κάθε άτομο είναι καλοδεχούμενο και προτρέπεται να μοιραστεί τους φόβους, τις ανησυχίες, τις δυσκολίες, τα επιτεύγματα και τις χαρές του μαθαίνουν την υπομονή και την αλληλοστήριξη, καθώς συμβάλλουν και οι ίδιοι στην εύρεση την βέλτιστης λύσης για τα προβλήματα του άλλου.

Τα παιδιά -κυρίως στις μικρότερες ηλικίες- χρησιμοποιούν εικόνες για την αναπαράσταση των συναισθημάτων τους· με τον τρόπο αυτό αλλά και με άλλες μεθόδους, με κυρίαρχη και επικρατέστερη τη διαλεκτική, μαθαίνουν να αναγνωρίζουν, να ονοματίζουν, να αντιλαμβάνονται τι αισθάνονται και εν τέλει να διαχειρίζονται κάθε συναίσθημα επιτυχώς.

Όμως αυτό αφορά μεγαλύτερη εύρος από το ατομικό επίπεδο, καθώς παρ’ όλο που υπάρχουν και δρουν ως ξεχωριστοί άνθρωποι, λειτουργούν ως ομάδα εξασκώντας την επικοινωνία με όσα έχουν διδαχτεί, ακούν, καταλαβαίνουν τον άλλον και τον δέχονται καθώς όταν αναγνωρίζεσαι, γίνεσαι κάποιος. Το τελευταίο επιτυγχάνεται με μία απλή κι όμως απαιτητική για τη σκέψη ερώτηση: πώς θα αισθανόσουν εσύ στη θέση του; Αυτή η φαινομενικά παιδική ερώτηση, κρύβει μέσα της την προσπάθεια ανάπτυξης της ικανότητα της ενσυναίσθησης, της δεξιότητας κατανόησης των συναισθημάτων του άλλου, όπου τα άτομα συμπονούν, δίχως να κρίνουν και να κατακρίνουν, να επιδείξουν υποτιμητικά ένα λάθος τους ή να τους ελέγξουν, αλλά αντίθετα προσπαθούν να βρεθούν στην θέση του άλλου.

Τα παιδιά με αυτή την τακτική, ανοίγονται, ακούν και ακούγονται, παραμερίζουν το Εγώ τους -το οποίο παρουσιάζεται αυξημένο σε αυτές τις ηλικίες, ενώ δημιουργεί την πιθανότητα εκδήλωσης ναρκισσιστικών συμπεριφορών, κάτι το οποίο με την ενσυναίσθηση μειώνεται και αποκτούν την αίσθηση της συλλογικότητας. Σημαντική παράμετρος αποτελεί και το γεγονός ότι όταν παραστεί κάποιο σοβαρό πρόβλημα είτε αφορά σχολικό ζήτημα, είτε οικογενειακό ή άλλης φύσεως, τα μαθήματα διακόπτονται -ακόμα και για έξι μήνες- με σκοπό να επιλυθεί. Αντιλαμβάνονται λοιπόν τα παιδιά, πως η ψυχική υγεία οφείλει να προηγείται της οποιασδήποτε εκπαίδευσης, καθώς ο στόχος στη ζωή οφείλει να είναι να μετεξελιχθούν σε καλούς ανθρώπους, που νοιάζονται για τον πλησίον τους κι όχι να γίνουν σπουδαίοι εργαζόμενοι παραβλέποντας όποιο κόστος.

Όλα αυτά, μονάχα θετικά και ευεργετικά αποτελέσματα μπορούν να επιφέρουν και πλέον, αποτελούν μία ορατή πραγματικότητα. Ο σχολικός εκφοβισμός έχει μειωθεί αισθητά, οι μαθητές διαβιώνουν μέσα σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον που τους προσδίδει αυτοπεποίθηση και άνεση να αναδειχθούν, γεγονός το οποίο οδηγεί σε υψηλά επίπεδα μάθησης, μαθαίνουν να συνεργάζονται στα πλαίσια ομαδικών εργασιών που αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της εκπαίδευσής τους, απαραίτητο εφόδιο για τη μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

Η διαλλακτικότητα που αναπτύσσουν στις μεταξύ τους σχέσεις, τούς χρησιμεύει στην ομαλή και ειρηνική επίλυση των διαφορών τους, χωρίς να θέτουν τα άτομα στο στόχαστρο αλλά επιδιώκοντας την προσοδοφόρα επικοινωνία μεταξύ τους. Κατανοούν συγχρόνως και τα προσωπικά τους συναισθήματα, καθώς η ντροπή και ο φόβος έκφρασής τους, απείχε από τον τρόπο που τα αντιμετώπιζαν και με την αυτογνωσία που διαθέτουν, επιλέγουν συνειδητά τη φιλοσοφία ζωής τους, σχεδιάζουν τα δικά τους όνειρα, εξερευνούν τις προοπτικές τους, βοηθούν τους συνανθρώπους τους, όχι λόγω προσποιητών και υποκριτικών κανόνων συμπεριφοράς αλλά εξαιτίας της χαράς, της προσφοράς που πηγάζει από μέσα τους.

Ο δρόμος της ευτυχίας ίσως είναι πιο προσιτός και πραγματοποιήσιμος από όσο νομίζαμε! Ίσως θα μπορούσαμε να παραδειγματιστούμε, από μία κίνηση ανθρωπιάς και καλοσύνης που θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο έμπνευσης για όλους τους ανθρώπους, προτού την απορρίψουμε στον βωμό της αυστηρής επιστημονικής οδού, που δεν αφήνει περιθώρια για συναισθηματισμούς και »«ανούσιες» εξονυχιστικές συζητήσεις επί συζητήσεων, όπως συχνά αναφέρουν σε τέτοιου είδους ζητήματα.

 

«Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά ‘βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θά ‘ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.»

 

Ποιος ξέρει άραγε πόσο φοβόμαστε να αναζητήσουμε τα συναισθήματά μας, πόσο τρέμουμε στη θέα της αντιμετώπισής τους και ίσως ευχόμασταν να μπορούμε να λειτουργούσαμε χωρίς αυτά. Αλλά δίχως αυτά, τι θα ήμασταν; Οφείλουμε στους εαυτούς μας αλλά κυρίως στις νέες, σωτήριες -μακάρι- γενιές, να τους ανοίξουμε αυτό το ξεχασμένο και πάντοτε κλειστό παράθυρο της ενσυναίσθησης· ίσως μάς εμποδίσει στην αρχή να διακρίνουμε όλα όσα απλώνονται μπροστά μας αλλά όταν το τοπίο εμφανιστεί, θα είμαστε ευγνώμονες. Ίσως είχαμε κλειστά τα μάτια μας τόσο καιρό, οπότε ήρθε μήπως η ώρα να τα ανοίξουμε;

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου