«Η νύχτα έπεφτε, λες κι ο τρόμος κι η ντροπή ήταν το σκοτάδι, επάνω σ’ εκείνους που είχαν έρθει να κρύψουν το αγκάλιασμά τους μέσα σε ετούτη την κάμαρα, σαν μέσα σ’ έναν τάφο όπου ζει στο υπερπέραν.» (Α. Μπαρμπίς)

Πάντα βρίσκονταν στο σκοτάδι, όταν ο ήλιος έπεφτε και δεν μπορούσαν να διακρίνουν παρά μόνο φιγούρες και σκιές, όχι ανθρώπους, μονάχα ανάσες που βαριανάσαιναν κι έτρεχαν να κρυφτούν, σε φωνές που δεν ακούγονταν γιατί είχαν κουραστεί, σε χείλη που στέκονταν μαραμένα σαν να περιμένουν κάποιον να τα ζωντανέψει. Κι έπειτα ήταν κι εκείνοι, κυνηγημένοι από τη μέρα, την καθημερινότητα, τον κόσμο και κυρίως από τον εαυτό τους. Μπορεί να φαίνονται σχεδόν αδιάφοροι και βαρετοί, να τους βλέπουμε να στέκονται παραδομένοι στο μετρό ή να περιμένουν πότε το φανάρι θα γίνει πράσινο για να επιστρέψουν σε μια ακόμα ρουτίνα, σ’ ένα σπίτι που μπορεί να μην το νιώθουν πια δικό τους, σε μια ζωή που τους φαντάζει ξένη.

Κανείς ποτέ δεν τους ακολουθεί κι ακόμα και εάν το κάνει, δε θα καταλάβει πως τίποτα μέσα τους δεν στέκεται ήσυχα τις στιγμές, που περπατούν για να φτάσουν σ’ εκείνο το δωμάτιο. Τα φώτα των δρόμων πρέπει να τους προστατέψουν και να κρύψουν το πρόσωπό τους· πρέπει να κρύψουν το χαμόγελο αδημονίας και την έκσταση που φωλιάζει στην καρδιά τους. Για τους άλλους, για όλους τους άλλους, είναι ένα ακόμα Σάββατο. Είναι μια ακόμα μέρα που ο κόσμος συνέχισε να γυρίζει παρά τα όσα του συμβαίνουν, που όλοι κρίνουν τους πάντες. Για εκείνους, όμως, είναι μια στιγμή απελευθέρωσης.

Είναι το βιαστικό «γεια» που λένε στον πανδοχέα και τρέχουν πάνω, σ’ εκείνο το μικρό δωματιάκι που το καλοκαίρι έχει αφόρητη ζέστη και τον χειμώνα μια σπαστική υγρασία κι όμως, σ’ εκείνους φαίνεται τόσο ζεστό και όμορφο. Άλλοτε τρέχουν μαζί στις σκάλες για να κρυφτούν, άλλοτε ο ένας περιμένει τον άλλον ανυπόμονα κι όταν του χτυπά την πόρτα, την ανοίγει απότομα και τον τραβάει μέσα. Σαν να λέει πως αρκετά έζησε στον κόσμο των άλλων, τώρα είναι δικός του.

Μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο κανείς τους δεν ανήκει πουθενά, παρά μόνο ο ένας στον άλλον κι εκεί σταματούν τα πάντα. Τίποτα δε θυμίζει αυτούς, τίποτα δε λέει ποιοι είναι ή ποιοι θα ήθελαν να είναι κι όμως αυτό είναι τόσο λυτρωτικό στα μάτια τους. Γιατί κοιτάζονται και χαμογελούν, αγκαλιάζονται κι ηρεμούν χωρίς να χρειάζεται να δώσουν λογαριασμό σε κάποιον, χωρίς να χρειαστεί να δικαιολογηθούν για τη χαρά τους, χωρίς να νιώθουν άσχημα γι’ αυτό που θέλουν. Μονάχα εκείνο το αίσθημα της αγαλλίασης νιώθουν όταν αντικρίζουν τα γνώριμα μάτια και τα χείλη που δεν μπορούν να φιλούν κάθε ώρα και στιγμή. Πόσο άδικο.

Οπότε στέκεται ο ένας απέναντι στον άλλον, βρίσκονται αγκαλιασμένοι, στέκονται πλάι πλάι σαν ερωτοχτυπημένοι έφηβοι, σαν δύο άνθρωποι που συναντιούνται πρώτη φορά κι ερωτεύονται κεραυνοβόλα, σαν δύο εραστές που περίμεναν αυτή τη συνάντηση μια αιωνιότητα, σαν εκείνους τους ήρωες που φτάνουν επιτέλους στην κάθαρση. Φιλιούνται σαν να μην υπάρχει αύριο, σαν να αγγίζουν τον άλλον πρώτη φορά και προσέχουν μήπως και τον τρομάξουν, ψηλαφίζουν ο ένας τον άλλον για να θυμηθεί το σώμα, να επαναφέρει στη μνήμη του όλες εκείνες τις εντάσεις που του προκαλεί ο άλλος. Είναι το γνώριμο άρωμα, οι αξέχαστες εκφράσεις του προσώπου και τα κρυμμένα σημάδια του σώματος που τους επιτρέπουν να αφεθούν στην αιωνιότητα της στιγμής, μέσα στον λίγο χρόνο που τους απομένει και κρύβεται ένα «πάντοτε» που ξέρουν πως θα τελειώσει.

Γι’ αυτό αφήνονται σε ό,τι μπορούν να αφεθούν, στην προστασία που τους χαρίζει η νύχτα, στην ανωνυμία που τους προσφέρει το δωμάτιό τους, στην παντοδυναμία των συναισθημάτων που δεν μπορούν ν’ απορρίψουν ούτε και να καταπολεμήσουν. Αφήνονται ο ένας στον άλλον, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα κι επικρίσεις, στα σεντόνια εκείνα που δεν έχουν όνομα. Κι ίσως δεν τους νοιάζει εάν ακουστεί πόσο θέλουν κι αγαπούν ο ένας τον άλλον, ούτε τους απασχολεί εάν κρατήσουν τον άλλον σφιχτά και δεν τον αφήσουν. Δεν τους νοιάζει που η επόμενη μέρα δε θα τους βρει μαζί γιατί και μόνο που κοιτάζονται, βρίσκονται γυμνοί ο ένας πλάι στον άλλον, τους είναι αρκετό.

Εφόσον υπάρχει ο ένας για τον άλλον κι εφόσον έχουν τα Σάββατά τους, σ’ ένα δωμάτιο να τους περιμένει κάθε εβδομάδα, μια νύχτα να τους συντροφεύει και τα φώτα της πόλης να μην τους τυφλώνουν, αρκεί. Εκεί μέσα νιώθουν πως μπορούν να πάρουν μια παραπάνω ανάσα, να σταματήσουν λιγάκι τη ζωή και να κοιταχτούν λίγο παραπάνω, να φιληθούν λίγο παραπάνω και να ερωτευτούν έστω λίγο παραπάνω.

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου