«Μπαμπά-μαμά, τι είναι αυτό; Μπαμπά-μαμά, γιατί αυτό; Μπαμπά-μαμά, πώς γίνεται αυτό; Μπαμπά-μαμά, πότε έγινε αυτό;»

Αν κάτσει ένας γονιός να μετρήσει σε πόσες ερωτήσεις καλείται να απαντήσει απ’ τη γέννηση του παιδιού του κι έπειτα, ίσως να το ξανασκεφτόταν να γίνει γονιός. Φανταστείτε κι αυτές που καλείται να απαντήσει στο κεφάλι του. Χάος. Τρόμος.

Αυτός ο κατακλυσμός ερωτήσεων-ευθυνών δημιουργεί την ανάγκη για την υιοθέτηση κάποιων ρόλων που μπορεί να μην ανταποκρίνονται τόσο στην πραγματικότητα. Ο γονιός στην προσπάθειά του να κάνει τα παιδιά του να νιώσουν ασφάλεια μεγεθύνει τις δυνάμεις του. Υιοθετεί ένα ρόλο που γνωρίζει τα πάντα κι οφείλει να γνωρίζει τα πάντα. Δημιουργώντας άθελά του μια απόσταση με τα παιδιά του.

Απ’ την άλλη, ενώ τα παιδιά στις μικρές ηλικίες θαυμάζουν και θεοποιούν τους γονείς τους γι’ αυτή τους τη συμπεριφορά –«Ο μπαμπάς μου ξέρει τα πάντα, η μαμά μου είναι σούπερ ήρωας!»–, στις μεγαλύτερες ηλικίες δημιουργείται ένα χάσμα κι ένα έντονο συναισθηματικό κενό που εκφράζεται με τις φράσεις «Αφού δε θα με καταλάβουν» ή και να καταλάβουν «Θα με κριτικάρουν». Με αποτέλεσμα η έκφραση των συναισθημάτων και των σκέψεων του παιδιού να μειώνεται κατακόρυφα κι η αποκωδικοποίηση των συναισθημάτων να γίνεται όλο και πιο δύσκολη απ’ τους γονείς. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι σκέφτεται αυτό το παιδί!»

Το αποτέλεσμα; Μια σχέση συγκρουσιακή, μια σχέση ανειλικρινής κι απ’ τις δύο πλευρές, μια σχέση τελικώς μη παραγωγική. Η γονική αυθεντία, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική ζωή, δημιουργεί παιδιά επαναστάτες χωρίς πραγματική αιτία. Τα παιδιά εναντιώνονται σε μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει και δημιουργούν προσωπικότητες ελλιπείς. Όταν, τελικά, καλούνται να δώσουν απαντήσεις στη ζωή τους, συνειδητοποιούν αυτό το συναισθηματικό κενό και την επί χρόνια προετοιμασία στο τίποτα. Σε μια πραγματικότητα που η αδυναμία είναι δύναμη, αυτοί θεωρούσαν ότι είναι ικανοί για τα πάντα. Με αποτέλεσμα να πελαγώνουν στην πρώτη δυσκολία.

Μοναδική λύση; Η μείωση της απόστασης μεταξύ των ρόλων. Όταν μειώνεται η απόσταση των ρόλων μεταξύ γονιών και παιδιών τότε η σχέση γίνεται πιο παραγωγική. Κανένας άνθρωπος δεν είναι αυθεντία κι είναι πολύ φυσιολογικό να δείχνουμε στα παιδιά ή τους γονείς μας την αδύναμη πλευρά μας.

Για να μην παρεξηγηθώ σε αυτό το σημείο, δεν αναφέρομαι στο περιβόητο περί φιλίας μεταξύ γονέων και παίδων. Δηλαδή, στην ολική κατάργηση των ρόλων. Γιατί η φιλία είναι ισότιμη προς όλα τα μέρη. Ενώ η γονική σχέση δεν μπορεί για κανένα λόγο να ‘ναι. Ο γονέας οφείλει και καλείται πολλές φορές να καθοδηγήσει. Να θέσει όρια και κανόνες. Σε μια πιο ελεύθερη συνύπαρξη μπορούν και θυσιάζονται πολλά απ’ αυτά τα όρια. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν πρέπει να ισοπεδώνονται, γιατί δημιουργούν αντίθετα αποτελέσματα. Το παιδί δεν παλεύει για τίποτα, τα ‘χει όλα έτοιμα και δε μαθαίνει να διεκδικεί. Η φαινομενική ελευθερία του δημιουργήθηκε σε ένα περιβάλλον ελεγχόμενο που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική ζωή. Τελείως αλλιώτικο, λοιπόν, το να ‘χουμε διαφορετικούς ρόλους με μικρότερη απόσταση απ’ το να μην έχουμε καθόλου.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στη μείωση της απόστασης αυτής, είναι άκρως σημαντική και καίρια η ειλικρίνεια μεταξύ των δύο πλευρών. Ο γονέας δε γνωρίζει τα πάντα. Είναι πολύ σημαντικό να το εκδηλώσει. Να δείξει την τρωτή του πλευρά. «Δεν ξέρω, παιδί μου, αλλά μπορείς να ψάξεις να το βρεις και να μου το πεις κι εμένα.» Να τον δει το παιδί του στεναχωρημένο, λυπημένο, πολύ χαρούμενο. Να μπει στη διαδικασία να γνωρίσει αυτά τα συναισθήματα και να προσπαθήσει και να τα ερμηνεύσει, αλλά και να τα βιώσει.

Η αδύναμη πλευρά ενός γονιού μπορεί να δημιουργήσει τη θωράκιση της δύναμης ενός παιδιού. Ένα παιδί που βίωσε τέτοια γεγονότα θα εμπιστευθεί πιο εύκολα τους γονείς του σε αυτά. Θα επικοινωνήσει μαζί τους πιο εύκολα. Κι εκ των πραγμάτων θα μπει σε μια τελείως διαφορετική διαδικασία από αυτή της γονικής αυθεντίας.

Η απομυθοποίηση των γονιών και του ρόλου τους γίνεται πολύ ομαλά κι ανθρώπινα. Η σχέση εκ των πραγμάτων γίνεται πιο παραγωγική, γιατί και τα δύο μέρη καλούνται να κινηθούν. Να πράξουν. Να εξελιχθούν. Να παλέψουν μαζί για μια κοινή πραγματικότητα.

Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα σας ρωτήσει το παιδί σας «Γιατί συμβαίνει αυτό;»,  απαντήστε «Δεν ξέρω». Η αδαημοσύνη σας στην προκειμένη περίπτωση δημιουργεί τη μεγαλύτερη γνώση στα χέρια των παιδιών σας. Η γνώση της αδυναμίας με σωστή χρήση δημιουργεί απέραντη δύναμη.

Κανένα παιδί δεν αγαπάει τον πρώτο που τελείωσε το παιχνίδι του, αλλά αυτόν που κάθεται και παίζει μαζί του. Μην τα βάζετε, λοιπόν, να τρέξουν σε έναν αγώνα ταχύτητας, γιατί αργά ή γρήγορα θα συνειδητοποιήσουν ότι τους περιμένετε στον τερματισμό. Και δυστυχώς ή ευτυχώς η ζωή δεν είναι ένα κυκλικό κουλουάρ. Μπορούν να τρέξουν σε οποιαδήποτε κατεύθυνση θέλουν. Και συνήθως είναι μακριά σας.

Υ.Γ. Τα παιδιά μιμούνται. Τι πιο όμορφο απ’ το να μιμηθούν τον εαυτό τους;

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη