«Σε τι χρησιμεύει μια μεγάλη πόλη να έχει πειρασμούς, αν οι άνθρωποι δεν υποκύπτουν σ’ αυτούς;» είχε αναρωτηθεί ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας, Sir Pelham Grenville Wodehouse, κι οι πόλεις ξυπνούν, γιατί οι άνθρωποι κοιμούνται.

Βγαλμένες απ’ τη χειμερία νάρκη του ξέφρενου ρυθμού τους, οι πόλεις το καλοκαίρι ηρεμούν. Προτάσσοντας τους πειρασμούς τους τόσο αβίαστα, ξεχνώντας προς στιγμήν ότι είναι ανθρώπινα δημιουργήματα. Η όψη τους γλυκαίνει και προσφέρουν στο μάτι του παρατηρητή στιγμές και γωνίες που μέσα στη βαβούρα και την πολυκοσμία χάνονται.

Επικρατεί μια ανθισμένη σιγαλιά, που ο θόρυβός της μοιάζει σαν νοερή προσευχή όλων των στιγμών που χάθηκαν στην καθημερινή ρουτίνα.

Από μεγαλουπόλεις ξαναγίνονται μικρά χωριουδάκια. Οι τεράστιοι δρόμοι με το απίστευτο μποτιλιάρισμα, δίνουν τη θέση τους σε γραφικά σοκάκια με χαμηλό φωτισμό και λιγοστούς περαστικούς. Το καφεκίτρινο πέπλο του νέφους, χρωματισμένο από διοξείδιο του αζώτου, τρυπάει απ’ την καλοκαιρινή ξαστεριά, υπενθυμίζοντας ότι από πάνω μας υπάρχει κάτι θεϊκό. Η λιγοστή κίνηση στους δρόμους παραπέμπει σε άλλες δεκαετίες, προκαλώντας μια γλυκιά νοσταλγία.

Κι οι μυρωδιές, αχ, αυτές οι μυρωδιές! Θαρρείς πως όλη η πόλη λούστηκε με το άρωμα του αγαπημένου σου προσώπου. Μια βόλτα στο μπαλκόνι σου αρκεί για να πάρεις μια τζούρα αυτής της μεθυστικής μυρωδιάς. Μια βόλτα στο μπαλκόνι σου αρκεί για να ακούσεις την πόλη να ανασάνει.

Καθημερινές συνήθειες που τον χειμώνα σου πίνουν το αίμα, τώρα μοιάζουν σκηνικά από ρομαντική ταινία. Η βόλτα με το λεωφορείο, το τραμ ή το μέτρο. Το περπάτημα στους δρόμους. Τα ψώνια στα μαγαζιά και τα ραντεβού για καφέ ή ποτό. Ακόμη και τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Όλα έχουν μια πιο ήπια μορφή. Μια μορφή που σου ξυπνάει τις αισθήσεις, χαμένες μέχρι πρότινος στη βοή της πόλης.

Το καλοκαίρι οι πόλεις μοιάζουν σαν να μπαίνουν σε τάξη μέσα στην αταξία τους. Το χάος δίνει τη θέση του στις γειτονιές. Μικρές γειτονιές, με ιστορίες καθημερινής τρέλας, που καμιά από αυτές δε θα ήταν είδηση σε κανένα κανάλι, δίνουν στην πόλη μια νότα ζωής που κι οι πιο πολυσύχναστες μέρες ζηλεύουν. Οι φωνές των παιδιών μοιάζουν πιο δυνατές. Τα απέναντι σπίτια πιο κοντινά και τα πρωινά λιγότερο μελαγχολικά.

Μαζί με τα μπάνια του λαού, λες και φύγανε όλες οι σκοτούρες και τα άγχη της καθημερινότητας. Ο ήλιος, αν κι αρχικά μοιάζει εχθρός λόγω της ζέστης, φωτίζει και σκιαγραφεί γωνιές που δε φανταζόσουν ότι υπάρχουν. Όσο πλησιάζουμε, βέβαια, προς το σούρουπο, η μαγεία εξαπλώνεται. Το πορτοκαλομόβ χρώμα του ηλιοβασιλέματος με φόντο τα επιβλητικά κτήρια σε καθηλώνει.

Μέχρι να πάρει τη θέση του ο βραδινός καλοκαιρινός ουρανός. Τα πάντα σταματάνε. Οι ταράτσες γεμίζουν και τα λιγοστά μαγαζιά μοιάζουν με αστέρια αυτού του ουρανού. Τα βράδια κρατάνε περισσότερο και το ξημέρωμα ποτέ πριν δεν ήταν τόσο αισιόδοξο.

Οι πόλεις το καλοκαίρι ηρεμούν. Και μαζί τους κι ηρεμούν οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτές. Οι πόλεις το καλοκαίρι μοιάζουν πιο ανθρώπινες, ίσως γιατί ζουν λιγότεροι άνθρωποι.

Οι πόλεις είναι όμορφες όταν είναι άδειες.

Όταν είναι άδειες είμαστε περισσότερο ευάλωτοι στο μεγαλείο τους.

Όταν είναι άδειες είμαστε περισσότερο γεμάτοι.

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη