«Ποτέ δεν ξέρεις πόσο δυνατός είσαι μέχρι η δύναμη να ‘ναι η μόνη σου επιλογή» σκεφτόμουν συνεχώς, καθώς η Ζωή μου περιέγραφε πιο συγκινημένη από ποτέ την ιστορία τους.

Κοντοζύγωνε τότε τα 30 κι αν ήταν κάτι που τις άφησαν οι απανωτές λάθος επιλογές, ήταν η ασφάλεια της μοναξιάς κι η επίμονη άρνηση να το αλλάξει. Γι’ αυτό και τα καταπράσινα μάτια του που την τράβηξαν μήνες πριν σ’ εκείνο το έντεχνο στέκι της πόλης, έκαναν αρκετό καιρό να την κερδίσουν.

Μελαχρινός, γοητευτικά μυστήριος, μ’ ένα χαμόγελο πιο εκφραστικό κι απ’ τα μάτια του, ο Χρήστος, δούλευε εκεί χρόνια κι η αλήθεια είναι ότι είχε βολευτεί στο εύκολο, λόγω δουλειάς, φλερτ.

Μα όταν οι καταστάσεις μιλάνε από μόνες τους κάθε κανόνας φαντάζει ανύπαρκτος. Ξαφνικά ούτε οι φόβοι της, ούτε οι ξεπέτες του στάθηκαν εμπόδιο. Ήταν όλα αμοιβαία κι έτσι βρέθηκαν να συγκατοικούν, τόσο απλά, χωρίς καμιά δεύτερη σκέψη.

Κι όντως έζησαν με πλήρη μεταξύ τους αρμονία, με τα πράγματα να κυλάνε πρωτόγνωρα όμορφα και για τους δυο. Και κάπου εδώ τα χαλάω μιας κι η πολλή ηρεμία λένε πως είναι επικίνδυνη και δυστυχώς οι εξαιρέσεις είναι για να επιβεβαιώνουν κάποια στιγμή τον κανόνα. Κι η αλήθεια είναι πως η συμπεριφορά του Χρήστου ήταν από νωρίς αλλόκοτη. Αλλά πώς να κρίνεις και να προσδιορίσεις τη διαφορετικότητα κάποιου που δε γνωρίζεις καν;

Μιας κι είχαν περάσει αρκετά χρόνια, η Ζωή είχε πολλά κενά. Θυμόταν όμως, ότι η μνήμη του Χρήστου ήταν τόσο μικρή που η απώλεια ακόμα και των βασικών είχε γίνει ένα με την καθημερινότητά τους. Το σωματικό βάρος του, μου ανέφερε, ήταν δυσανάλογα λεπτό σε σχέση με το ύψος του και υπέφερε από επίμονη άρνηση για φαγητό. Δεν μπορούσε με τίποτα όμως να καταλάβει, όχι επειδή ήταν αφελής κι ανυποψίαστη, αλλά επειδή δεν της είχε δώσει αφορμή για οτιδήποτε.

Μα λίγους μήνες μετά, ακόμα και τα λόγια του έχασαν τη λογική τους κι όσο κι αν προσπαθούσε ήταν αδύνατο να κατανοήσει τον μπερδεμένο τρόπο σκέψης του. Αμέτρητες νύκτες αϋπνίας μεν, αμείωτης ζωντάνιας δε, ήταν αυτά που χαρακτήριζαν τον Χρήστο λίγο πριν το χωρισμό τους. Υπερφιλοσοφημένες απορίες κι εμμονές για ασήμαντα γεγονότα συνέθεταν ένα μη υγιές μυαλό με περιττούς προβληματισμούς που κούραζαν. Η ξαφνική απόλυσή του από τη δουλειά, η επιθετικότητά του απέναντί της, αλλά και η απ’ το πουθενά απόφασή του να χωρίσουν, όχι μόνο επιβεβαίωσαν αλλά κατέρριψαν και το πιο θετικό σενάριο στις καχυποψίες της.

Απορώντας κι η ίδια με τον εαυτό της, σεβάστηκε την επιθυμία του κι έφυγε χωρίς πολλά-πολλά. Είχε τόσο φοβηθεί για τα όσα ένιωθε που η φυγή ήταν η πλέον πανεύκολη λύση. Είχε άλλωστε δώσει όρκο να μην κολλήσει ποτέ ξανά με τίποτα. Της είχε προκύψει και μια δουλειά στο εξωτερικό, οπότε ο χρόνος της είχε μετατοπιστεί αλλού.

Αλλά επειδή κουμπάκια άναψε-σβήσε δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί, το κολλημένο στον Χρήστο μυαλό της δεν μπόρεσε να το ξεγελάσει ποτέ. Γι’ αυτό κι όταν επέστρεψε και μετά από τρελή επιμονή του Χρήστου, συναντήθηκαν. Σε μια στιγμή, όλα αυτά τα ερωτηματικά τόσων μηνών απαντήθηκαν χωρία καν να το επιζητήσει, χωρία καμιά πίεση.

Ο Χρήστος ήταν ευθύς κι απόλυτος. «Ναρκωτικά». Αυτή η λέξη που σου κόβει τα πόδια μόνο που την ακούς. Χρόνιος εθισμός, με τα μαλακά να γίνονται απότομα σκληρά. Όμως μέσα στην πειραγμένη λογική του την έδιωξε για να μην την παρασύρει στο αδιέξοδό του.

Ήταν η πρώτη φορά που μίλησε γι’ αυτό κι ας ήτανε με ωραιοπάθεια. Τι κι αν δεν κατανοούσε τη σοβαρότητα, τι κι αν της μίλησε για να την ξανατουμπάρει, αυτή είχε καταλάβει κι αυτό αρκούσε. Και κάπου ανάμεσα στο θυμό της που ξεκίνησε κάτι καταδικασμένο και στην αγάπη της για τον περίεργο τύπο, επέλεξε να μείνει δίπλα του.

Οι προσπάθειες ήταν τρομερά δύσκολες και τα πισωγυρίσματα πολύ συχνά. Δεν απελπίστηκε όμως ποτέ. Η χαρά που πήρε όταν τον έκανε συνειδητά να πει «έχω πρόβλημα» ήταν τεράστια. Άπαξ και συνειδητοποιούσε το διάολο που έμπλεξε η ανάκαμψη ήταν θέμα χρόνου, με την κλινική απεξάρτησης να έρχεται λίγο μετά.

«Μου τηλεφώνησε ξαφνικά τρία χρόνια μετά» μου είπε μ’ ένα γλυκύτατο μειδίαμα. «Δε χρειαζόταν να πει πως είναι καθαρός. Η φωνή του ήταν αλλιώς και μπορούσα ακόμη να συγκρίνω την υγιή διαύγεια που τότε απουσίαζε»

Δεν ήταν ποτέ ξανά μαζί, μα τι σημασία έχει; Μια ζωή κερδήθηκε με τη Ζωή του και την ανίκητη θέλησή του κι αυτό είναι το μόνο που μετράει.

Γιατί εκεί έξω θα υπάρχει πάντα εκείνος ο ένας λόγος, ο ικανός να σε κάνει να κυνηγήσεις αυτό ακριβώς που σου αξίζει. Κι αν σκέφτεσαι πως είναι ντροπή και θα σε αποπάρουν, θυμήσου πως η μεγαλύτερη απόδειξη αυτοσεβασμού κι υπερηφάνειας είναι η προσπάθεια βελτίωσης κι απαλλαγής απ’ ό,τι σε βαραίνει. Αυτό που σου κουρελιάζει τα όνειρα μπορείς να το νικήσεις, φτάνει απλώς να μιλήσεις.

Μία είν’ η ζωή κι είναι όλη για σένα, την τρέλα και τα αξιοζήλευτα όνειρά σου.

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου