Κάποιες φορές προσπαθώ, ανεπιτυχώς, να περιγράψω το μπαλκόνι μου. Να του θέσω όρια, να βρω πού ξεκινάει, πού τελειώνει, πόσο ύψος απέχει απ’ το δρόμο, πόσα χιλιόμετρα απ’ την πρώτη καλή θέα και την απόστασή του απ’ τον ουρανό. Να μελετήσω λεπτομερώς τι είναι αυτό το εντυπωσιακό που με κρατάει μακριά απ’ τον έξω κόσμο και πού τελικά μετράω τις στιγμές μου κάθε βράδυ.

Είναι εντυπωσιακό το πόσο δύσκολα μπορείς να περιγράψεις ακριβώς κάτι που υπάρχει στην καθημερινότητά σου. Συνήθως γνωρίζεις τα βασικά. Τι έχεις απέναντι, πού είναι η μπαλκονόπορτα, πού έχεις τοποθετήσει τη γλάστρα, σε πόσο χρόνο φτάνεις στο περίπτερο, πού πρέπει να παρκάρεις το αμάξι σου. Ποτέ, όμως, καμία περαιτέρω λεπτομέρεια. Είσαι εκεί επειδή κάποιος έχτισε αυτό το μέρος με δικά του μέτρα κι υπολογισμούς, χωρίς να γνωρίζεις το πώς και το γιατί.

Δεν είναι μόνο το μπαλκόνι, κι οι ζωές μας κάπως έτσι είναι. Επιλογές που δεν ξέρουμε ποιος και γιατί τις έκανε, παραδοχές που δεν κάναμε ποτέ οι ίδιοι, όμως αναγκαστήκαμε να ζούμε με αυτές, άνθρωποι που επιλέξαμε κατά τύχη, μια σύμπτωση που μας πήγε κάπου που δε θέλαμε, κάποια κλισέ «πρέπει» που μας κληρονομήθηκαν χωρίς καν να έχουμε το δικαίωμα της αποποίησής τους και δύο-τρία ακόμα τυχαία μπλεξίματα.

Δε γνωρίζουμε τις επιλογές μας, τους φίλους μας, τους ανθρώπους μας. Αλλά τι λέω, εδώ ούτε τους γείτονές μας δε γνωρίζουμε καλά-καλά. Ίσως μόνο κάποιους, τους πιο παράξενους, αυτούς που κάνουν φασαρία, εκείνους που ακούγονται πολύ. Ποτέ τους άλλους κι ας μας χωρίζει μόλις ένα οικοδομικό τετράγωνο, ένας δρόμος, ένας όροφος ή μία πόρτα.

Τώρα πάντως είναι όλα ήσυχα. Είναι που μπήκε το φθινόπωρο και κανείς πια δεν κάθεται στο μπαλκόνι. Όχι για να μετρήσει τα τετραγωνικά, για να μάθει τα υλικά και τις ρυμοτομήσεις, αλλά ούτε καν για να πιει μια μπίρα. Άλλωστε η μπίρα είναι για το καλοκαίρι, δεν ταιριάζει τώρα, έτσι λένε. Ούτε μουσικές ακούγονται. Όχι τίποτα σημαντικό αλλά έστω εκείνες οι «one night stand», που ακούγονται για κάποια βράδια, μας ξετρελαίνουν και μετά δε θυμόμαστε καν τις μελωδίες τους. Ούτε καν εκείνες, απόψε σιγή.

Είναι κι αυτά τα κάγκελα που είναι ακριβώς στημένα μπροστά μου για να μου θυμίζουν τον περιορισμό σε ένα μπαλκόνι, αλλά την ίδια στιγμή να δηλώνουν ότι κάνει ασφάλεια εδώ πάνω. Αν μπορούσε να τεθεί δίλημμα ανάμεσα στον περιορισμό και στην ασφάλεια, σίγουρα θα επικρατούσε η ασφάλεια. Είναι όπως με την ελεύθερη πτώση, που όλοι γνωρίζουμε ότι θα μας κάνει να νιώσουμε ανεξαρτησία, αλλά λίγοι παίρνουμε το ρίσκο να την πραγματοποιήσουμε. Πού να ξεσηκώνεσαι τώρα απ’ τη βολή σου; Καλό είναι και το μπαλκόνι κι ας μην ξέρω ακριβώς τα όριά του.

Άλλωστε, τι να τις κάνεις τις μετρήσεις, εκεί έχουμε περάσει ωραίες στιγμές, κι ας ήταν περιορισμένες κι ας θέλαμε να ήμασταν κάπου αλλού, με κάποια άλλη παρέα, με άλλα γέλια κι όνειρα.

Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δε χρειάζεται να γνωρίζεις πολλές λεπτομέρειες, εδώ πάνω είναι προστατευμένος κι αυτό φτάνει. Η ασφάλεια που δίνουν τα κάγκελα κι η ανασφάλεια που δίνουν τα σβηστά φώτα. Τουλάχιστον αυτά τα επιλέγουμε εμείς.

Θυμάμαι όταν νοίκιασα το διαμέρισμα, ώρες ολόκληρες σπατάλησα για να επιλέξω λάμπες. Ήθελα να μην κουράζει το φως τους, να μην είναι έντονο, αλλά να μην είναι και σκοτεινό. Ένας διακόπτης κι αρκεί για να νιώσουμε πιο σίγουροι στην ανασφάλεια του μπαλκονιού.

Πραγματικά τώρα είναι όλα ήσυχα. Ανυπόφορα ανεκτή η ησυχία απόψε. Ίσως να είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να πάρω μέτρο και να καταφέρω επιτέλους να περιγράψω το μπαλκόνι μου. Ίσως αν περιγράψω αυτό, κάποτε να μπορέσω να περιγράψω και τη ζωή μου.

Να μάθω πώς γίνονται οι περιγραφές, πώς παίρνονται οι καλές μετρήσεις, να μάθω το ιστορικό και να διορθώσω λάθη και παραλήψεις ώστε να το κάνω καλύτερο. Να το κάνω της επιλογής μου, δικό μου. Κι αφού γράψω όλες αυτές τις νέες πληροφορίες με το μολύβι μου στο χαρτί, να τις μελετήσω και να βρω πώς προχωράμε παρακάτω, πώς γυρίζουν οι περιβόητες σελίδες τις ζωής και πώς χτίζουμε τις δικές μας πραγματικότητες.

Μάλλον, όμως, δε θα το κάνω απόψε. Ίσως πρέπει να περιμένω ως αύριο. Ήταν και δύσκολη η ημέρα μου σήμερα, λείπουν τα κουράγια, θα περιμένω, θα το σκεφτώ καλύτερα. Δεν είναι ώρα, άλλωστε, δεν έχω και τα κατάλληλα υλικά για να κάνω αυτές τις μετρήσεις.

Θα περιμένω ως αύριο ή καλύτερα θα περιμένω να γίνει πάλι καλοκαίρι. Τότε που θα εμφανιστούν όλοι αυτοί οι διάφανοι γείτονες, θα ακουστούν μουσικές, θα βάλω και μια μπίρα, θα έχω διάθεση. Πάντως όχι τώρα. Τώρα θα περιμένω.

Απέναντι βλέπω ένα αναμμένο τσιγάρο. Απόλυτο σκοτάδι και μια σπίθα. Ίσως και κάποιος άλλος να σκέφτεται να βγάλει τα μέτρα του μπαλκονιού του απόψε ή ίσως να έχει βγάλει και τα μέτρα του σπιτιού του και να βρίσκεται πια στο στοχασμό του τελευταίου τσιγάρου.

Το τσιγάρο σβήνει. Τον βλέπω μέσα στο σπίτι τώρα. Τα φώτα διαγράφουν ακριβώς τη σιλουέτα του. Λίγα λεπτά αργότερα σκύβω απ’ τα κάγκελα και τον βλέπω κάτω στο δρόμο. Κρατάει βαλίτσα. Τελικά σήμερα ήταν η δική του σειρά να μετρήσει εκείνα τα όρια.

Κατεβαίνω κι εγώ, να πάνε στο διάολο τα μέτρα, καλύτερα να μην ξέρω αφού ακόμα νιώθω, προλαβαίνω.

 

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη