‘Ηρθε η ώρα για το επόμενο βήμα. Πήρες μια απόφαση, καιρός να τη δεις να γίνεται πράξη, ολοζώντανη μπροστά στα μάτια σου. Και ναι, όλα όμορφα έως εδώ. Να μιλήσουμε όμως για το background, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να πούμε με ανακούφιση «Αποφάσισα!».  Πώς οδηγούμαστε σε μια επιλογή, πόσο ανεξάρτητη είναι αυτή που δεύτερους και τρίτους, και πόσο τελικά μας ικανοποιεί αυτή; Δεν πρόκειται για φιλοσοφικό ερώτημα που θα θέσεις στον εαυτό σου και στην παρέα σου στον απογευματινό καφέ, αλλά για μια τακτική που οι άνθρωποι υιοθετούμε σε μια καμπή της ζωής μας που χαρακτηρίζεται κρίσιμη. Λέξη κλειδί: έγκριση.

Ας τα πάρουμε από την αρχή. Το γνωστό σε όλους προ στάδιο για τη λήψη μιας απόφασης, είναι να τοποθετήσουμε τις εναλλακτικές μας ενώπιον όσων θεωρούμε σημαντικούς, όσους μέσα μας μετράμε ψηλά. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, φοβάμαι, πιστεύω θα πετύχει, έχω προαίσθημα καλό, κι άλλα πολλά σαν αυτά. Και μέσα σ’ όλα αυτά, περιμένουμε μιαν απάντηση, σαν τελική επισφράγιση του δρόμου που διαλέγουμε. Συνεπάγεται μιας υπεύθυνης επιλογής ζωής: το συναισθηματικό υπόβαθρο που είναι αυτό που καλώς ή κακώς, θα καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα συμπεριφερόμαστε στο κάθε πεδίο. Όπως και να το κάνουμε, αν πριν γυρίσουμε σε πρώην που του αφιερώναμε φράσεις τύπου «η κατάρα μου να δέρνει τη σκιά σου», η παρέα μας αποφανθεί πως είναι μαλάκας, θα φερθούμε καχύποπτα- περισσότερο απ’ όσο αν δεν το επικοινωνούσαμε. Όχι γιατί είναι κανείς επιρρεπής, αλλά γιατί η φύση μας είναι τέτοια, που για να θεωρηθούν οι επιθυμίες μας έγκυρες, πρέπει να καθρεφτίζονται στην ανταπόκριση, την αποδοχή. Κι αυτά τα βρίσκουμε στους σημαντικούς άλλους, σε αυτούς που η καλή, ή κακή τους αντιμετώπιση, μας έμαθε να μετράμε τον εαυτό μας.

 

 

Με άλλα λόγια, αναζητούμε μια τελική επικύρωση, το ενδεχόμενο να μετατραπεί σε δεδομένο. Υπάρχουν περιπτώσεις, εννοείται, που θα κάνουμε πράγματα ακόμα κι αν κανείς δε συμφωνήσει με την επιλογή μας. Δεν είναι ανέφικτο να πραγματοποιήσεις μια επιθυμία, είναι ζόρικο να την επιβεβαιώσεις μέσα σου μόνος, όμως. Απλά κι όμορφα, χρειαζόμαστε ανθρώπους γύρω μας για να νιώσουμε δυνατοί και σίγουροι, ακόμα κι αν αυτό καμιά φορά καταλήγει βραχνάς. Η έγκριση κι η αποδοχή των θέλω σου, μπορεί να γίνει θηλιά στον λαιμό σου, γεννώντας ένα καταπιεστικό γαϊτανάκι που αργά ή γρήγορα θα κληθείς να σπάσεις. Γιατί, όπως δίπλα στον βασιλικό θα ποτιστεί κι η γλάστρα, έτσι και με το «ας πάρω μια δεύτερη γνώμη» θα έρθει σύντομα και το «τι θα πει ο κόσμος».

Μιλάμε για ένα κοινωνικό ταμπού, που εύκολα γίνεται μη υγιές για εμάς τους ίδιους, αλλά κι εύφορο έδαφος -για ανθρώπους που καμιά πραγματική εκτίμηση δεν τους έχουμε- έτσι ώστε να μας επηρεάζουν μονάχα με μια ερώτησή τους. Οι γραμμές και τα όρια είναι λεπτά ανάμεσα στην ανάγκη γι’ αποδοχή, και τον φόβο μπροστά στην απόρριψη. Ο δεύτερος ενίοτε είναι ισχυρότερος, γι’ αυτό και μας κάνει ίσως πιο ευάλωτους για μια δεύτερη, τρίτη, εικοστή όγδοη γνώμη. Και πάει λέγοντας. Το σημαντικό απέναντι σ’ ένα κοινωνικό ταμπού, είναι να κατανοήσουμε τη φύση του. Ταμπού, γιατί μας προκαλεί αμηχανία, δυσκολία στην ωμή του διαχείριση. Στο πέρασμα της ζωής μας, θα παρατηρήσουμε ανθρώπους που διάλεξαν τον μη αναμενόμενο δρόμο, και θα σκεφτούμε να σηκώσουμε το δάχτυλο για να δείξουμε ποιος το έκανε αλλιώς. Άσχετα αν το θεωρούμε σωστό ή όχι, δε φαίνεται να μας νοιάζει πολύ στο τέλος της μέρας.

Σημασία έχει, οι επιλογές σου, να σε γεμίζουν. Ο έρωτάς σου για έναν άνθρωπο να μη σε γεμίζει τύψεις ή ανασφάλεια, η δουλειά σου να μην υπάρχει απλώς στον ορίζοντα γιατί πρέπει να πεις «φέρνω λεφτά στο σπίτι». Ο γάμος σου, να μη συνεχίζεται μόνο και μόνο για μην ακούσεις αυτό το γαμημένο «δεν κράτησες το σπίτι σου», οι φίλοι κι η οικογένειά σου να ταυτίζονται με το σπίτι σου στην καρδιά σου, όχι με τους επιτηρητές που πρέπει να ικανοποιήσεις με τις επιδόσεις σου.

Καμιά φορά, σε όσα απλά και ανεκτίμητα καλούμαστε να κρατήσουμε στη ζωή μας, προσθέτουμε επιπλέον άγχος και σκοτούρες, λες και πρόκειται ποτέ ν’ αποφευχθεί το λάθος. Θα γίνουμε πιο ευτυχισμένοι και σίγουροι για τις επιλογές μας, όταν μετά την άτυπη έγκριση που θα ζητήσουμε από τους δικούς μας, στραφούμε πάλι σ’ εμάς.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου